Editorial // Θέσεις |
Τεύχος 132, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2015 | |
ΠΛΗΒΕΙΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΑΤΡΙΚΙΩΝ
1. Από τα αίτια στα αποτελέσματα
Πολλοί διερωτώνται τι έκανε την ηγετική ομάδα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ να αλλάξει αιφνιδίως γραμμή πλεύσης. Ενώ φαινόταν ότι ήταν έτοιμη να αποδεχθεί την «οδυνηρή», «έντιμη (ma non troppo)» και πάντως ακολουθούσα τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού συμφωνία (με κάποιες απαλύνσεις προκειμένου να επικυρωθεί από τη Βουλή και να μην προκληθούν έντονες λαϊκές αντιδράσεις), προκήρυξε το αστραπιαίο δημοψήφισμα.
Η απόφαση αυτή εκφράζει σίγουρα το αγωνιστικό «πνεύμα της Γένοβας» που διέπει μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και εάν βρέθηκε σε χειμερία νάρκη από το 2012 ως τις τελευταίες μέρες. Αυτό το «πνεύμα» έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη στάση στελεχών προηγούμενων «γενεών» του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των προερχόμενων από τον πασοκικό και τον επιχειρηματικό χώρο που διαφώνησαν, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, κρούοντας κώδωνες κινδύνου, απειλώντας με παραιτήσεις και συστήνοντας εν γένει «σύνεση» και ουσιαστικά συνθηκολόγηση.
Η κυρίαρχη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφωμένη από το Νοέμβριο του 2013, εδράζεται στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα μετά την κρίση του 2008 μπορεί να κυβερνηθεί με τον προκρισιακό τρόπο, εάν υπάρξει «κατάλληλη» κυβερνητική βούληση, βασισμένη στη λαϊκή υποστήριξη και σε κάποια εξωτερική στήριξη (ο σύντροφος Ολάντ, ο διαχυτικός Γιουνκέρ, ο ευαίσθητος Ντράγκι). Πρόκειται για κλασική επιλογή ενός αριστερού κόμματος για «ιστορικό συμβιβασμό» και για άσκηση πολιτικής στο πνεύμα μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας που δεν λέει το όνομά της, αλλά δρα με αυτό το σκεπτικό. Αποτέλεσμα ήταν η μετατροπή της κοινωνικής διεκδίκησης σε εθνική με βάση την ιδέα του «ενός έθνους».
Στην αιτιολογική έρευνα ανήκει και η εξέταση του εξωτερικού μετώπου. Οι «έξω», καίτοι κατανόησαν ορθώς και εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες της εθνικομετωπικής επιλογής, πιέζοντας για τη συνέχιση του Μνημονίου με ελάχιστες απαλύνσεις, έκαναν το λάθος να υπερτιμήσουν την υπεροχή τους. Απαίτησαν πλήρη-ταπεινωτικό συμβιβασμό, στοιχηματίζοντας στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης που φαινόταν να βρίσκεται σε «ολισθηρό δρόμο». Και έκαναν το σκοινί να σπάσει με την προκήρυξη Δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, η περί αιτίων και κινήτρων συζήτηση για το ποιος, πώς και γιατί έδρασε στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι μικρής σημασίας. Στην ταξική αντιπαράθεση λαμβάνονται ενίοτε πολιτικές αποφάσεις που η αλυσίδα των αποτελεσμάτων τους είναι πιο σημαντική από την αλυσίδα των αιτίων και κινήτρων τους.
Η απόφαση για το Δημοψήφισμα του 2015 ανήκει σε αυτές (και δικαιολογεί το κεφαλαίο Δέλτα). Από ιστορική άποψη, όλα τα ως τώρα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα αφορούσαν τη διατήρηση ή μη της μοναρχίας και είχαν προδεδομένο αποτέλεσμα (κάτι που συνέβη και στην παρωδία των δημοψηφισμάτων της χούντας). Με το Δημοψήφισμα του 2015 για πρώτη φορά ο λαός εγκαλείται ως άμεσα αποφασιστικό σώμα. Διεξάγεται λυσσαλέα προεκλογική αντιπαράθεση, υπάρχουν αμφίρροπα προγνωστικά στις δημοσκοπήσεις και τελικά ο λαός αποφασίζει «Όχι» με κυριολεκτικά συντριπτική πλειοψηφία.
Πιο σημαντικό είναι το ότι το Δημοψήφισμα αναδιάταξε το σκηνικό. Συνέτριψε την προηγούμενη κατανομή δυνάμεων, αναδεικνύοντας νέα μέτωπα «φίλων» και «εχθρών». Η κυβέρνηση χάνει τη συμπάθεια ορισμένων δεξιών πολιτικών, τραπεζιτών και αρκετών μεγαλοκαπιταλιστών που (προσ)έβλεπαν στον ΣΥΡΙΖΑ (ως) μια ήπια σοσιαλδημοκρατική παράταξη. Και, όπως είπαμε, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει η αποστασιοποίηση κομματικών στελεχών από τη νέα, «επικίνδυνη» γραμμή.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική νίκη αναδεικνύει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον αδιαμφισβήτητο πολιτικό ηγεμόνα στο εσωτερικό της χώρας. «Δένει» όλες τις πολιτικές κινήσεις στο άρμα του, με εξαίρεση μικρές αριστερές ομάδες και το πλήρως αυτιστικό ΚΚΕ. Είναι δύσκολο να εντοπίσουμε αντίστοιχη πολιτική ηγεμονία χωρίς αντίπαλο στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας, αν εξαιρέσουμε τη σύντομη περίοδο του «Καραμανλής ή τανκς» μετά την πτώση της χούντας.
Πρόκειται για τέλος της Μεταπολίτευσης και για παγίωση ενός λαϊκού μετώπου; Δεν υπάρχουν στοιχεία για τέτοιες προβλέψεις. Οι πολιτικές βεβαιότητες είναι τρεις: πρώτον, τα μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης βρίσκονται υπό διάλυση από πλευράς προσωπικού, στρατηγικής και λαϊκής απήχησης, δεύτερον, δεν διακρίνεται κανείς που να μπορεί να αμφισβητήσει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ και, τρίτο και κυριότερο, ότι οι μάζες βρίσκονται στο προσκήνιο, τόσο ως παράγοντας άμεσης πολιτικής δράσης όσο και ως διεθνώς σημαντικό επιχείρημα («ο ελληνικός λαός θέλει...»).
Αυτή η εξέλιξη έκανε τον υπέργηρο Φιντέλ Κάστρο να στείλει εκτενές μήνυμα στον Αλέξη Τσίπρα με τη φαινομενικά παράδοξη αναφορά στον διεθνοπολιτικώς εγγυητικό ρόλο του Κόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ και της Κίνας, που σήμερα φαίνεται να αναλαμβάνουν χώρες σαν την Ελλάδα ως παράδειγμα δημοκρατικής και φιλολαϊκής πολιτικής.1 Και η ίδια εξέλιξη δημιουργεί αντιδράσεις πανικού στο αστικό προσωπικό, όπως η εκφραζόμενη στην ανθολογική δήλωση του κ. Janis Reirs, υπουργού Οικονομικών της Λετονίας: «Οι Λετονοί δεν καταλαβαίνουν τους Έλληνες. Είναι έκπληκτοι» (7-7-15).
Όλοι κατάλαβαν όμως τι δεν κατάλαβαν «οι Λετονοί». Γιατί το ζήτημα δεν είναι η ορθή δόση νεοφιλελευθερισμού ή το κατά πόσον ο καθηγητής Krugman έχει λειτουργικότερες ιδέες για τον καπιταλισμό από τους Ευρωπαίους συναδέλφους του. Με το Δημοψήφισμα, το ισχυρό επιχείρημα της δημοκρατίας-πλειοψηφίας μπορεί να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά εναντίον των εκπροσώπων της κυρίαρχης τάξης.
2. Η ταξικότητα της ψήφου
Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η συνεχής αναδιάταξη ενός συσχετισμού δύναμης μεταξύ των δρώντων πολιτικών υποκειμένων (κομμάτων, κρατικών μηχανισμών, κινημάτων κλπ.). Πρόκειται για ένα συσχετισμό δύναμης που σε τελευταία ανάλυση αντανακλά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που διαπερνούν την ελληνική (και κάθε άλλη ταξική) κοινωνία.
Το Δημοψήφισμα αποτέλεσε την αφετηρία για μια ταξική σύγκρουση Πληβείων εναντίον Πατρικίων με ανοιχτό τρόπο. Αυτό έγινε σαφές στην προεκλογική εβδομάδα, στο εκλογικό αποτέλεσμα και στη διεθνή ένταση που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή και έχει ως διαρκώς δονούμενο επίκεντρο την ελληνική ταξική αντιπαράθεση.
Εδώ χρειάζεται προσοχή. Ο χάρτης της Ελλάδας βάφτηκε μονοχρωματικά κόκκινος το βράδυ της 5ης Ιουλίου. Όλες ανεξαιρέτως οι εκλογικές περιφέρειες ψήφισαν «Όχι». Οι Έλληνες φαίνεται να είπαν, στην πλειονότητά τους, «άει σιχτίρ» στα μνημόνια, στα κόμματα και στα κανάλια που υποστήριζαν το «Ναι». Ωστόσο αυτή η χρωματικά ορθή διαπίστωση δεν προχωρεί πιο πέρα από το βασικό ιδεολόγημα των αστικών κρατών. Αποδέχεται δηλαδή το ότι υπάρχει «μία» Ελλάδα, η οποία αναπτύσσεται, χρεοκοπεί, υποφέρει, αναστενάζει, αντιστέκεται αδιαλείπτως (λόγω DNA) ή ό,τι άλλο.
Πρόκειται για την ιδεολογία του κοινού συμφέροντος και της εθνικής ενότητας που θεμελιώνει την αστική ηγεμονία στις ταξικές κοινωνίες, χρησιμοποιώντας τον εθνικισμό ως βασικό εργαλείο πολιτικής κάλυψης των αντιφάσεων. Πρόκειται για ιδεολογία θεωρητικά σαθρή και εμπειρικά διαψευδόμενη σε οποιαδήποτε στιγμή. Και όμως συνιστά τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης και το βασικό κίνητρο δράσης. Διαποτίζει δε τον κυβερνητικό λόγο και μεγάλο μέρος των λεγομένων από το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει και ένα εύγλωττο σύμβολο. Από τον Ιανουάριο εμφανίσθηκαν χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο του Έλληνα πρωθυπουργού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ολόκληρου του κόσμου. Σχεδόν πάντα βρίσκεται πίσω του μια ελληνική σημαία ή κάποια φλου αρτιστίκ γαλανόλευκη σύνθεση.
Δεν ψήφισαν όμως οι Έλληνες εν γένει «Όχι». Δεν διαπνέονται όλοι αδιακρίτως από τα ίδια γαλανόλευκα και/ή ευρωπαϊκά αισθήματα. Πίσω από τον κατακόκκινο χάρτη διαπιστώνουμε πως το «Ναι» έλαβε στην Α΄ Αθηνών 46,8%, έναντι 41,9% στη Β΄ Αθηνών. Στην Α΄ Πειραιώς το «Ναι» έφτασε σε 40,5% και στη Β΄ Πειραιώς μόλις στο 27,5%.
Σε μικροεπίπεδο, περιοχές της Αττικής, με απόσταση λίγων χιλιομέτρων μεταξύ τους, εμφανίζουν ποσοστά με τεράστια απόκλιση, ανάλογα με το εισόδημα των κατοίκων τους. Οποία σύμπτωσις: Στην Εκάλη οι «ευρωπαϊστές» ήταν το 84% των ψηφοφόρων, στο Διόνυσο 70%, στη Βουλιαγμένη 66%, στην Κηφισιά 65% και στη Βούλα 63%. Σε λαϊκές συνοικίες είχαμε ποσοστά σχεδόν ομοφωνίας στο «Όχι», με 79% στο δήμο Ασπροπύργου και πάνω από 70% στη Φυλή, στο Πέραμα, στις Αχαρνές, στη Δραπετσώνα, στη Νίκαια, στην Αγία Βαρβάρα, στην Ελευσίνα, στη Λαυρεωτική, στον Ταύρο, στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι.
Αυτό σημαίνει ότι τα λαϊκά στρώματα είδαν στο Δημοψήφισμα την ευκαιρία να συσπειρωθούν στο «Όχι», εκφράζοντας με κατηγορηματικό τρόπο την απαίτησή τους να ανατραπούν οι πολιτικές λιτότητας, να δοθεί προτεραιότητα στις κοινωνικές ανάγκες, ενάντια στις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Από την πλευρά τους, οι κυρίαρχες τάξεις και τα στηρίγματά τους, τα εύπορα στρώματα των μεσαίων τάξεων, συσπειρώθηκαν με τον ίδιο φανατισμό στο «Ναι», όχι επειδή τους παραπλάνησε η γλοιώδης προπαγάνδα των ιδιωτικών ΜΜΕ ότι το διακύβευμα του Δημοψηφίσματος ήταν «ναι ή όχι στην Ευρώπη», αλλά διότι γνωρίζουν ότι το «Ναι» στο νεοφιλελευθερισμό εξυπηρετεί μεσοπρόθεσμα τα συμφέροντά τους.
Το Δημοψήφισμα του 2015 ήταν η προσπάθεια για φυγή προς τα εμπρός εν όψει του αδιεξόδου της κυβερνητικής διαχείρισης και της στρατηγικής για διαπραγμάτευση στο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού. Με δεδομένη τη σιωπηλή παρουσία ενός συμβολαίου με τους Πληβείους, το Δημοψήφισμα αποκαλύπτει την αντίφαση, το σχίσμα των σύγχρονων κοινωνιών καθώς και το απωθημένο της κυβερνητικής διαχείρισης. Δημιουργεί τη μάζα που κοχλάζει στην πλατεία Συντάγματος.
Η έγκληση των μαζών να τοποθετηθούν και η άμεση ανταπόκρισή τους, η απελπισία που εξέφρασαν απέναντι σε ένα «αριστερό μνημόνιο», το οποίο αντιλαμβάνονται ως ταφόπλακα των προσδοκιών για ανεκτό επίπεδο ζωής απελευθερώνει το «μη ωριμασμένο» τμήμα των κοινωνικών αιτημάτων, δηλαδή το «τμήμα-μέρος» που είχε αποκλεισθεί από τη διαπραγμάτευση.
Το Δημοψήφισμα έδειξε, με την κίνηση του πλήθους, τη σχάση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» που διαμόρφωσε ο «ωριμασμένος» ΣΥΡΙΖΑ. Τα ερωτήματα και οι φόβοι της 6ης Ιουλίου, μέρα στην οποία γράφεται αυτό το κείμενο, και των επόμενων εβδομάδων είναι πάμπολλα. Υπάρχει ο φόβος που αισθάνονται οι μάζες απέναντι στις απειλές για κατάρρευση, ασφυξία και εντέλει για επιβολή σεναρίων Papadimos reloaded. Αλλά υπάρχει και ο εμφανής πανικός της αστικής τάξης και των πολιτικών διαχειριστών της απέναντι στους «δρόμους», στην προοπτική να υπάρξει παρατεταμένη λαϊκή αντίδραση στην Ελλάδα και εξάπλωσή της στην Ισπανία και αλλού.
Η δυναμική του «Όχι» έχει αυτονομηθεί από τους σχεδιασμούς και τα σενάρια των κυβερνήσεων. Υπήρξε μια ρωγμή που μπορεί να προκαλέσει ανατρεπτικά αποτελέσματα παρά την επιχείρηση επανεμβάπτισης της κοινωνικής διαίρεσης στη κολυμβήθρα της εθνικής διεκδίκησης με τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών. Το ζητούμενο είναι η λαϊκή εγρήγορση της παρούσας στιγμής να καταδείξει τα απωθημένα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και να αποκρυσταλλωθεί σε μια στρατηγική άμεσων και αποτελεσματικών ρήξεων με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας.
Αρχίζοντας από τη θέσπιση ενός φορολογικού συστήματος που δεν θα είναι μονομερώς αντιλαϊκό ούτε θα ανέχεται εν τοις πράγμασι τη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου. Και συνεχίζοντας με την αναδόμηση του κοινωνικού κράτους στη θέση του πάρτι των εξοπλισμών και της ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών και με τη σταθερή οργάνωση όρων αναδιανομής, πλούτου, εισοδημάτων και ισχύος, προς όφελος των υποτελών τάξεων. Εξίσου αναγκαία είναι μια σταθερή διαπραγματευτική γραμμή με τους θεσμούς που εκπροσωπούν τους δανειστές και την ΕΕ, ώστε η όποια συμφωνία για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου να μην βραχυκυκλώνει τη στρατηγική ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών.
Ο ρεαλισμός λέει ότι το εγχείρημα αυτό είναι δύσκολο. Για κάποιους ακατόρθωτο. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε την ενέργεια που μπορεί να εκλυθεί από τη συνάντηση δύο διαδικασιών: εννοούμε τη διατήρηση της κινηματικής δυναμικής στο εσωτερικό ως ταξική αντίθεση στη στρατηγική «εθνικής ενότητας» και, παράλληλα, την ανάπτυξη κινημάτων κοινωνικής αλλαγής σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
7.7.15
____________
|