[Άρδην 57]
Το 1996, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, την εξουσία κατέλαβε η ομάδα των «εκσυγχρονιστών». Η πολιτική αυτή τάση ηγήθηκε του ΠΑΣΟΚ και με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη κυβέρνησε την Ελλάδα 8 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2004, οπότε και ηττήθηκε με μεγάλη διαφορά στις βουλευτικές εκλογές.
Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ, κάνοντας αυτοκριτική, εντοπίζει τις αιτίες της εκλογικής ήττας στην «αλαζονεία της εξουσίας», στο ότι ως κυβέρνηση δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην «καθημερινότητα», στο «καλάθι της νοικοκυράς», στα φαινόμενα γενικευμένης διαφθοράς, στο Aσφαλιστικό, στο Χρηματιστήριο κ.ά
Και πολύ ορθά είναι όλα αυτά. Όμως, οι εκσυγχρονιστές σκόπιμα παραλείπουν να υπενθυμίσουν και έναν άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό, λόγο ο οποίος οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στην απώλεια της εμπιστοσύνης του λαού:
τον πολιτιστικό πόλεμο που κήρυξαν στην ελληνική κοινωνία, τη συστηματική προσπάθεια που κατέβαλαν για να μεταλλάξουν τη συνείδησή της, την πολιτιστική ταυτότητά της και για να αναθεωρήσουν την ιστορία της.
Πρέπει να τονίσω ότι πλανώνται όσοι νομίζουν ότι ο «εκσυγχρονισμός» είναι απλώς μία πολιτική τάση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, η οποία γενικά έχει ως σκοπό να εισάγει νεωτερισμούς την ελληνική κοινωνία. Ούτε βέβαια και όλο το ΠΑΣΟΚ είναι εκσυγχρονιστικό. Το αντίθετο μάλιστα, αφού πρόκειται για ένα κόμμα που μεταπολιτευτικά απετέλεσε το ευρύτερο μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης.
Οι εκσυγχρονιστές όμως, αν και μειονότητα στην αρχή, κατόρθωσαν να υπερισχύσουν, να παραγκωνίσουν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποβάλουν άλλες τάσεις στο εσωτερικό του κόμματος και σε λίγα μόνο χρόνια να μεταβληθούν σε κυρίαρχη δύναμη. Επίσης, με τον όρο «εκσυγχρονισμός-εκσυγχρονιστές» δεν εννοούμε οπωσδήποτε την επονομαζόμενη ομάδα των εκσυγχρονιστών του ’95-’96, ούτε μόνο την σημερινή τάση των εκσυγχρονιστών που συσπειρώνεται γύρω από τον Κώστα Σημίτη. Εννοούμε ολόκληρο το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα το οποίο έγινε επίσημη πολιτική με την εκλογή Σημίτη και αργότερα του Γ. Παπανδρέου στην Προεδρία του ΠΑΣΟΚ.
Εν ολίγοις, και επειδή δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος κειμένου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν και η ιστορική κοιτίδα του φαινομένου ήταν μάλλον ο Συνασπισμός του Λεωνίδα Κύρκου και της Μαρίας Δαμανάκη και ξενιστής του το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου, ο εκσυγχρονισμός, ως ιδεολογία, διαχέεται σε ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, συμπεριλαμβανομένης και της Νέας Δημοκρατίας, όπου ταυτίστηκε με τη νεοφιλελεύθερη και απροκάλυπτα φιλοαμερικανική πτέρυγα, ένα τμήμα της οποίας αργότερα προσχώρησε στο κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου.
Θα ήταν λοιπόν λάθος του αναγνώστη να θεωρήσει ότι το παρόν κείμενο περιγράφει καταστάσεις που επικράτησαν μόνο στο ΠΑΣΟΚ, ή ότι πρόκειται για ένα κείμενο που έχει ως σκοπό την άσκηση αντιπολίτευσης σε αυτό το κόμμα. Το φαινόμενο αφορά και τη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό, όπου οι εκσυγχρονιστές έχουν ισχυρά προγεφυρώματα. Ενδεικτικό είναι ότι όσοι μιλάνε για τον λεγόμενο τρίτο πόλο δεν κρύβουν ότι μία συμπαράταξη του Γιώργου Παπανδρέου με την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Μητσοτάκη θα ήταν μία εξέλιξη άκρως θετική. Αντίθετα, στον Συνασπισμό, μετά την εκλογή του Αλέκου Αλαβάνου στην προεδρία του κόμματος, ίσως να περιοριστούν ορισμένες ιδεολογικές ακρότητες των εκσυγχρονιστών.
Παραδόξως, ο εκσυγχρονισμός έχει επηρεάσει ιδεολογικά και μεγάλο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
«Συνομωσία» στα σπλάχνα της εξουσίας
Αρκετοί συμφωνούν ότι σημείο καμπής αυτής της ιστορίας ήταν η έκθεση για την κατάσταση των μειονοτήτων στην Ελλάδα, που συνέταξε ο νεαρός τότε Αμερικανός διπλωμάτης Μπρέιντυ Κίσλινγκ, και έδωσε στη δημοσιότητα το Στέητ Ντηπάρτμεντ το 1990, η οποία περιέγραφε με μελανά χρώματα την ελληνική πραγματικότητα. Αργότερα, ο κ. Κίσλινγκ εξελίχθηκε σε πολιτικό σύμβουλο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, παραιτήθηκε όμως κατά την τελευταία αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, όταν συγκρούστηκαν η CIA, το αμερικανικό Πεντάγωνο και το Στέητ Ντηπάρτμεντ για το αν έπρεπε να πραγματοποιηθει η επέμβαση.
Αν και για τον ιστορικό θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παρακολούθηση των διαύλων μέσω των οποίων εμφανίστηκε και διαδόθηκε ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι τα πρώτα εκσυγχρονιστικά δείγματα γραφής φάνηκαν από την εποχή του εμφυλίου πολέμου στην Γιουγκοσλαβία και μάλιστα, πέρα από κάθε τότε γνωστή λογική, από τον χώρο της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η Κίνηση για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα εκφράστηκε δημόσια υπέρ του Βόσνιου Μουσουλμάνου ηγέτη Ιζμπέκοβιτς, εκλεκτού των Αμερικανών και του διεθνούς παράγοντα, σε μία εποχή που η ελληνική εξωτερική πολιτική διήγε την «εθνοκεντρική» περίοδό της και το 98% των Ελλήνων _αλλά και της Αριστεράς παγκοσμίως_ τασσόταν στο πλευρό των Σέρβων. Ουδείς εκείνη την εποχή γνώριζε περί εκσυγχρονισμού, και αυτή η επιλογή της Κίνησης αποδόθηκε αόριστα σε «αριστερίστικη ιδιορρυθμία» ή «αντιδραστικότητα». Επίσης ουδείς παρατήρησε τις υφέρπουσες εκλεκτικές συγγένειες με ορισμένες ακραία δεξιές νεοφιλελεύθερες απόψεις όπως αυτές του Α. Ανδριανόπουλου και των ομοϊδεατών του.
Σήμερα όμως, οι επιδιώξεις του εκσυγχρονισμού έχουν γίνει πλήρως κατανοητές και, εν ολίγοις, δεν είναι άλλες από την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εναρμόνιση της ελληνικής πραγματικότητας στα οράματα όσων προωθούν την λεγόμενη «παγκοσμιοποιημένη κοινωνία», το «παγκόσμιο Χωριό» ή αλλιώς την «Νέα Τάξη Πραγμάτων», που έχει εξαγγελθεί ήδη από την εποχή του Προέδρου Ρήγκαν.
Όπως λένε οι υποστηρικτές του εγχειρήματος, σκοπός του σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η αναδιάταξη των οικονομικών ζωνών επιρροής, εμπορίου, παραγωγής και αγοράς εργασίας, και γενικότερα των γεωοικονομικών δεδομένων, με τρόπο ορθολογικότερο από αυτόν που ισχύει σήμερα, ο οποίος βασίζεται σε εθνοκεντρικούς σχηματισμούς και δεν είναι πια λειτουργικός. Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό αυτών των υπό διαμόρφωση σχηματισμών, δίνουν μεγάλη έμφαση στην «ευελιξία» της εργασιακής αγοράς, με τη μετατροπή του μεγαλύτερου τμήματος των εργαζομένων σε ένα είδος χαμηλά αμειβόμενων «εργασιακών νομάδων», που θα αλλάζουν αντικείμενα, ώρες και τόπο εργασίας ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις της παραγωγής. Για την επίτευξη αυτού του στόχου έχει δοθεί, παγκοσμίως, μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη των επικοινωνιών οι οποίες πρέπει να είναι προσιτές σε χαμηλές τιμές.
Όσοι ευαγγελίζονται αυτές τις αλλαγές θεωρούν ότι είναι κοσμοϊστορικές και υποστηρίζουν ότι είναι απότοκα της επανάστασης στον τομέα της τεχνολογίας των επικοινωνιών, της πληροφορικής, της ρομποτικής και των συγκοινωνιών, κάτι ανάλογο με τις κοινωνικές ανακατατάξεις που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση. Όμως παραβλέπουν μία ουσιώδη διαφορά: ότι οι αλλαγές που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση δεν ήταν προσχεδιασμένες, ούτε και προηγήθηκαν της εξάπλωσης των μηχανών. Έγιναν σταδιακά και όταν ο παλιός τρόπος παραγωγής είχε ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Αντίθετα εδώ, ήδη από την εποχή της δεκαετίας του ’80 (Ρήγκαν-Θάτσερ), έχουμε πρώτα την διατύπωση των στόχων της υπερδύναμης, μετά την εμφάνιση της θεωρίας και του ιδεολογικού συστήματος και ύστερα την προσπάθεια να εναρμονιστεί σε αυτή τη θεωρία η παγκόσμια πραγματικότητα. Όμως, επειδή οι δυνάμεις που κινούν αυτές τις αλλαγές είναι τιτάνιες (ΗΠΑ, μεγάλα οικονομικά κέντρα, διεθνείς οργανισμοί κ.λπ.), το θετό αυτό εγχείρημα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Στην Ελλάδα, οι διεκπεραιωτές του αποφεύγουν να το προσδιορίσουν ονομαστικά, για να αποφύγουν αρνητικούς συνειρμούς (νεοφιλελεύθεροι, φιλοαμερικανοί κ.ά.). εντούτοις μπορεί κάποιος να θέσει όλες τις τάσεις των υποστηρικτών αυτού του εγχειρήματος υπό τον όρο «εκσυγχρονισμός».
Κάτω από αυτό το πρίσμα, και για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του εκσυγχρονισμού, είναι εντελώς ανορθολογικό και δαπανηρό, οι κάτοικοι π.χ. της Μυτιλήνης να συναλλάσσονται ή να υπάγονται διοικητικά στο ελλαδικό κέντρο και όχι με τα παράλια της Μικράς Ασίας, όπως συνέβαινε τον Μεσαίωνα ή επί Τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχαν συνοριακοί περιορισμοί. Το ίδιο συμβαίνει όταν το Αιγαίο χαρακτηρίζεται ελληνικό, αφού έτσι παρεμποδίζεται η ομαλή οικονομική δραστηριότητα μιας μεγάλης γεωοικονομικής ζώνης, στην οποία έχουν εντάξει την χώρα μας οι δεξαμενές σκέψεις πέραν του Ατλαντικού (Βαλκάνια, Τουρκία, Καύκασος, Παραδουνάβιες περιοχές κ.λπ.). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές έχουν χαρακτηριστεί «αναχρονιστικές» και μάλιστα από τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη.
Σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής είναι οι κάθε είδους μειονότητες (εθνοτικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές, κ.ά), και ο πολυπολιτισμός, αφού όταν μία κοινωνία είναι διασπασμένη γίνεται πιο «ευέλικτη». Πολύτιμο εργαλείο είναι και οι μετανάστες οι οποίοι, σε πρώτη φάση, _χωρίς συνδικαλιστική συνείδηση και αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον τους, ώστε να διατηρούν υψηλό ενδιαφέρον για τα κοινά_ αποτελούν τον ιδανικό «εργασιακό νομάδα», ενώ έχει ήδη αρχίσει η μετατροπή σε κάτι αντίστοιχο και των γηγενών. Εργώδεις προσπάθειες καταβάλλονται για να λήξουν και όσες διεθνείς αντιπαραθέσεις χαρακτηρίζονται για διάφορους λόγους ανεπιθύμητες, (π.χ. Ινδία-Πακιστάν, Ελλάδα-Τουρκία κλπ) ενώ αντίθετα ενθαρρύνονται όσες εξυπηρετούν τους στόχους της παγκοσμιοποίησης (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Κόσοβο, Καύκασος, διάλυση της Ρωσίας και αργότερα της Κίνας κ.λπ.).
Επιφανείς εκσυγχρονιστές στην Ελλάδα δηλώνουν ότι πιστεύουν ακράδαντα ότι αυτές οι πλανητικού μεγέθους αλλαγές θα προωθηθούν οπωσδήποτε, και ότι τελικά θα είναι προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ωστόσο, φαίνεται να επικρατεί όλο και περισσότερο η άποψη, ότι πίσω από τις εξαγγελίες για κοσμοϊστορικές αλλαγές και το όραμα ενός πλανητικού χωριού χωρίς σύνορα, όπου θα επικρατεί ειρήνη και ευημερία, δεν κρύβεται παρά ο εθνικισμός και ο επεκτατισμός των ΗΠΑ, καθώς υποστηρίζουν αυτό το εγχείρημα με όλες τις δυνάμεις τους, ακόμη και στρατιωτικά.
Η Ελλάδα, με ποσοστό 98% του πληθυσμού της να έχει κοινή γλώσσα και θρησκεία, ανήκει παγκοσμίως στις χώρες με τη μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Επιπλέον, απέκτησε κρατική οντότητα μετά από εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και διαθέτει έντονες, πρόσφατες και πολυδιάστατες ιστορικές μνήμες. Η κυριότερη όμως ιδιορρυθμία της είναι ότι, καλώς ή κακώς, διακατέχεται από μία συλλογική αυτοπεποίθηση που στο μεγαλύτερο μέρος της στηρίζεται στην Ιστορία και λιγότερο σε σύγχρονα οικονομικά, τεχνολογικά ή άλλα επιτεύγματα. Έτσι η προσπάθεια προσαρμογής της ελληνικής πραγματικότητας στην εκσυγχρονιστική-νεοφιλελεύθερη θεωρία αναπόφευκτα συγκρούστηκε με βαθύτατα αντανακλαστικά και ιστορικά βιώματα του ελληνικού λαού, αφού θίγει τις βάσεις της συλλογικής συνείδησής του και τις πολιτιστικές ρίζες του.
«Ανήκουμε στην Δύση»
Για να διεκπεραιώσουν την πολιτική τους στην Ελλάδα και να αποκτήσουν _έστω και προσωρινά_ λαϊκή συναίνεση, οι «εκσυγχρονιστές» υιοθέτησαν ή υπέθαλψαν ανά περίπτωση πολλές τάσεις, ιδεολογίες και ιδεολογήματα. Άλλες που έλκουν την καταγωγή τους απ’ ευθείας από το νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό εποικοδόμημα, ορισμένες που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση στις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας και άλλες που προήλθαν από την μετάλλαξη συστατικών του αριστερού ιδεολογικού συστήματος.
Εντούτοις, όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε ένα πλαίσιο το οποίο αρμόζει επακριβώς στις απαιτήσεις του πολιτικού εγχειρήματος που υπηρετεί ο ελληνικός εκσυγχρονισμός και βασίζεται σε ορισμένα αξιωματικής φύσης στοιχεία, τα οποία όμως καθομολογούνται εξαιρετικά σπάνια:
• την αποδοχή της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεμονίας και των γεωπολιτικών οραμάτων της, επομένως την παραίτηση από την παραδοσιακή στην Ελλάδα αντίθεση στην πολιτική των ΗΠΑ,
• την αποδοχή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου της Ελεύθερης Αγοράς και κατ’ επέκταση των παγκόσμιων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων και ιδεολογιών, που είναι αναγκαίες κατά την προσπάθεια εφαρμογής του,
• το αυτονόητο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως συμπληρωματικού όμως στοιχείου της αμερικανικής ηγεμονίας.
Ένα τέταρτο στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο για την ύπαρξη του παραπάνω τρίπτυχου -και φυσικά επίσης δεν καθομολογείται-, είναι η αποδοχή της παρεμβατικότητας του διεθνούς παράγοντα στα εσωτερικά της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην Γεν. Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Λαλιώτης, όταν αντικαταστάθηκε από τον Μ. Χρυσοχοΐδη, μίλησε για «μεταλλάξεις» και «Αμερικανούς».
«Συνομωσία» στα σπλάχνα της εξουσίας
Η μελέτη της Ιστορίας δείχνει ότι οι ιδεολογίες ή πηγάζουν απ’ ευθείας από τις μάζες, ή κατασκευάζονται, ή και τα δύο. Επίσης είναι γνωστό ότι οι ιδεολογίες είτε παράγουν πολιτικά εγχειρήματα, είτε διαδίδονται σκοπίμως για να υποστηρίξουν πολιτικά εγχειρήματα.
Ιστορικά, είναι επίσης γεγονός ότι όσα πολιτικά εγχειρήματα δεν ενδύθηκαν τη λεοντή μιας ιδεολογίας είχαν μικρή απήχηση ή απέτυχαν. Αντίθετα, ακόμη και οι πιο απεχθείς και αντιλαϊκές πολιτικές, όταν οι φορείς τους κατασκεύασαν ή εκμεταλλεύτηκαν ιδεολογίες, βρήκαν πάντα υποστηρικτές, ακόμη και ανάμεσα σε αυτούς που θα έπρεπε να τις αντιμάχονται.
Σε ό,τι αφορά τον «εκσυγχρονισμό», είναι βέβαιο ότι δεν προήλθε από τις μάζες. Αντίθετα, πρόκειται για ένα κίνημα που διαδόθηκε στα σπλάγχνα της εξουσίας και αρχικά υπηρετήθηκε από επαγγελματίες: πολιτικούς, διπλωμάτες, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους και οικονομικούς παράγοντες. Για να εξαπλωθεί, χρησιμοποίησε ήδη υπάρχοντες επικοινωνιακούς μηχανισμούς, και προσεταιρίσθηκε ανθρώπους που γνώριζαν να τους χειρίζονται άριστα. Αφού κατέλαβε την εξουσία και θεώρησε ότι απέσπασε το ελάχιστο απαραίτητο ποσοστό λαϊκής συναίνεσης, επιχείρησε να διεκπεραιώσει την πολιτική του. Σε ένα ποσοστό το πέτυχε, όμως εξακολουθεί να προσκρούει στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, ενώ, δεδομένης της διεθνούς ρευστότητας, η τελική έκβαση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος παραμένει αβέβαιη. Ο εκσυγχρονισμός χρησιμοποίησε στο έπακρο το ιδεολογικό σύστημα που κατασκεύασε για να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους οποίους προσπάθησε να εξοντώσει, διασύροντάς τους ακόμη και προσωπικά, σε ένα κλίμα θρησκευτικοπολιτικής αντιπαράθεσης και επιβολής του «πολιτικώς ορθού» που επικράτησε τα τελευταία χρόνια και το οποίο δυστυχώς συχνά οδήγησε σε φαινόμενα νεομακαρθισμού.
Ιδεολογία και εγχείρημα του εκσυγχρονισμού
Στους κοινωνιολόγους είναι γνωστό ότι μία ιδεολογία υιοθετείται από κοινωνικά σύνολα ή ομάδες, επειδή με αυτό τον τρόπο προβάλλεται η γνώμη τους για το πώς είναι ο κόσμος γύρω τους, αλλά ιδίως για να εκφράσουν την επιθυμία τους για το πώς θα έπρεπε να είναι αυτός ο κόσμος. Η βασική αυτή αρχή ισχύει για όλες ανεξαιρέτως τις ιδεολογίες.
Όταν όμως πολλές συγγενικές μεταξύ τους ιδέες -αδιάφορο αν αυτές έχουν παραχθεί αυθόρμητα ή έχουν κατασκευαστεί- σχηματίζουν ιδεολογικά συστήματα, τότε τα συστήματα αυτά αρχίζουν να λειτουργούν περισσότερο ως κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των μελών μίας συλλογικότητας παρά ως εργαλείο έκφρασης επιθυμιών ή ερμηνείας του κόσμου. Έτσι συχνά παύουν να υπακούουν στους κανόνες της λογικής και της ορθής σκέψης και γίνονται αντιφατικά. Τότε οι φορείς της ιδεολογίας, προκειμένου να επιλύσουν τις αντιφάσεις σε θεωρητικό επίπεδο, είτε επινοούν αρχές και προτάσεις οι οποίες απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα είτε ακόμη χειρότερα, προσπαθούν να επιβάλουν την ιδεολογία τους στους υπόλοιπους με τρόπους ολοκληρωτικούς.
Αυτή η ελλιπής σχέση επικοινωνίας των ιδεολογικών συστημάτων με τη πραγματικότητα εξηγεί τον ολοκληρωτισμό και την ακαμψία των ιδεολογιών _ στην προκειμένη περίπτωση του εκσυγχρονισμού. Όλες πρέπει να κατέχουν την φιλοσοφική λίθο, και καθώς ένα ιδεολογικό σύστημα συνήθως δεν επικοινωνεί επαρκώς με την πραγματικότητα _ώστε να αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τα νέα δεδομένα ή γνώσεις, για να παράγει θεωρία και πράξη_ αναγκαστικά γίνεται άκαμπτο, αυθαίρετο και αυταρχικό. Έτσι εξηγούνται και οι ιδεολογικές υπερβολές των εκσυγχρονιστών, που εκφράστηκαν δημόσια κυρίως μέσω «τολμηρών» απόψεων επί παντός επιστητού όπως και η προσπάθεια που κατέβαλαν για να καταπνίξουν κάθε αντίπαλη άποψη ή ιδεολογία.
Η κατάσταση αυτή παρήγαγε κατά κόρον θρησκευτικοπολιτικά επιχειρήματα και φαινόμενα εξάρτησης από το εκσυγχρονιστικό «πολιτικώς ορθόν» (political correct), τα οποία είναι χαρακτηριστικά κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, της ερμηνείας του διεθνούς περιβάλλοντος, του ζητήματος των μειονοτήτων, των μεταναστών κ.ά.
Όμως, υπήρξε και μία άλλη, ουσιαστικότερη αιτία που οδήγησε τον εκσυγχρονισμό σε φαινόμενα ολοκληρωτισμού. Ο εκσυγχρονισμός, πριν από ιδεολογία, είναι ένα πολιτικό εγχείρημα που πρέπει να διεκπεραιωθεί πάση θυσία. Όποιος νομίσει ότι τα φαινόμενα θρησκοπολιτικής και ιδεοληψίας δεν αφορούσαν και το κεντρικό επιτελείο των τεχνοκρατών του εκσυγχρονισμού, πλανάται πλάνην οικτράν. Ανάγοντας την ιδεολογία σε επικοινωνιακό εργαλείο, οι εκσυγχρονιστές κατόρθωσαν σε μικρό χρονικό διάστημα να αποσπάσουν τη σιωπηρή ανοχή για τη διεκπεραίωση μιας σειράς πολιτικών _υπερατλαντικού κυρίως ενδιαφέροντος_, οι οποίες αλλιώς θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν, όπως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.
Το σκιάχτρο της ακροδεξιάς
Οι εκσυγχρονιστές δεν αρκέστηκαν στο να διατυπώνουν τις ιδέες τους, ή έστω να εφαρμόσουν την πολιτική τους. Δυστυχώς, στο κλίμα της ιδεοληψίας που επεκράτησε, ασχολήθηκαν με τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση προσώπων που ενσάρκωναν τις αντίπαλες απόψεις. Άρχισε ένα κυνήγι μαγισσών και η δαιμονοποίηση της «ακροδεξιάς», μία έννοια που η σημασία της διογκώθηκε σκοπίμως και διευρύνθηκε θεωρητικά ώστε να αποτελεί το σημείο αναφοράς όπου εντάσσεται ό,τι δεν αρμόζει στο ιδεολογικό σύστημα του εκσυγχρονισμού. Δηλαδή, κατασκευάστηκε μία έννοια μπαλαντέρ, κάτι ανάλογο με την έννοια της «τρομοκρατίας» που εφηύραν οι Αμερικανοί μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ακροδεξιά (όπως και τα «σκοτεινά παράκεντρα», οι «υπερεθνικιστές» κ.λπ.) ανάγονται σε υπέρτατο κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία, με την συστηματική εισαγωγή συμβόλων και σημείων αναφοράς που έλκουν την καταγωγή τους από την εποχή του εμφύλιου πολέμου της δεκαετίας του ’40, του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς του ’50-’60. Στο σημείο αυτό, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να σημειωθεί ότι ο γράφων ουδεμία συμπάθεια τρέφει προς την ακροδεξιά, το αντίθετο μάλιστα. Όμως, χωρίς υπερβολή πιστεύω ότι, π.χ. η Χρυσή Αυγή θα ήταν μία οργάνωση ελάχιστα γνωστή και χωρίς την παραμικρή πολιτική σημασία αν δεν υπήρχαν επίμονα δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου, που διόγκωσαν την σημασία της και τις δυνατότητές της.
Εξ άλλου, σε δημοσιογραφικά γραφεία έχουν φτάσει πληροφορίες για απόπειρα προσέγγισης της εν λόγω οργάνωσης, από τουλάχιστον δύο υψηλόβαθμα στελέχη κυβερνώντος τότε κόμματος, με προτάσεις για επ’ αμοιβή δραστηριότητες που τελικά θα ενίσχυαν την εικόνα του «απόλυτου κακού».
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση αυτή, δεδομένων και συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών, εμμέσως λειτούργησε ενισχυτικά στο φαινόμενο του Καρατζαφερισμού. Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο, ούτε οφείλεται απλώς και μόνο στην ιδεοληψία κάποιων political correct πολιτικών και δημοσιογράφων.
Η κατασκευή του αντίπαλου δέους έχει ιδιαίτερο ρόλο στην εξάπλωση κάθε ιδεολογίας. Ας θυμηθούμε ότι ο ναζισμός επιβλήθηκε ευκολότερα όταν ο Αδόλφος Χίτλερ κατέστησε τους Εβραίους τα μαύρα πρόβατα της γερμανικής κοινωνίας. Η λειτουργία αυτού του μοντέλου είναι πολλαπλή:
• Ως γνωστόν, δεν υπάρχει άσπρο χωρίς το μαύρο. Οι έννοιες καθορίζονται μέσω των αντιθέτων τους. Η ανθρώπινη σκέψη, από την φύση της, για να κατανοήσει τον κόσμο, χρειάζεται τις αντιθέσεις.
• Αφού σχηματιστεί η έννοια του απόλυτου Κακού, ώστε να οριστεί το Καλό (δηλ. ο εκσυγχρονισμός), στην πρώτη έννοια μπορεί να ενταχθεί οτιδήποτε δεν είναι αρεστό, μέσω της επικοινωνιακής διόγκωσης κάποιων _έστω και μικρών, χωρίς σημασία_ κοινών σημείων.
Παράλληλα με το φάντασμα της ακροδεξιάς, επινοείται η έννοια του «Ελληνάρα». Αυτή, εκτός από νεολογισμός, λειτουργεί εναλλακτικά στην έννοια του «ακροδεξιού». Αφορά κυρίως τον μέσο πολίτη που δεν είναι δημόσιο πρόσωπο ώστε να ενταχθεί κατ’ ευθείαν στην «ακροδεξιά». Η έννοια χρησιμοποιείται κατά κόρον, σε σημείο που πλάθεται ένας χαρακτήρας γκροτέσκο, με τη θεατρική έννοια του όρου, δηλαδή μία μονόπλευρη καρικατούρα που περιλαμβάνει μόνο όσα αρνητικά βλέπουν οι εκσυγχρονιστές στον σύγχρονο Έλληνα. Έτσι, ο Ελληνάρας μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε κοινωνική τάξη, πολιτικό κόμμα, μορφωτικό επίπεδο, περιοχή της Ελλάδας ή επαγγελματική κατηγορία. Κατά τους εκσυγχρονιστές όμως, είναι ουσιαστικά αγράμματος και λαϊκός, φωνακλάς και φανατικός οπαδός της Εθνικής ποδοσφαίρου. Η αυτοπεποίθησή του δεν προέρχεται από τις ικανότητές του, αλλά από την καταγωγή του ή την κοινωνική θέση του. Λατρεύει την ελληνική σημαία, μισεί τους Αλβανούς μετανάστες και τους Τούρκους (επειδή στην πραγματικότητα είναι κρυπτο-ακροδεξιός ή κρυπτο-ρασοφόρος κατά τον τελευταίο νεολογισμό), δεν συμπαθεί τους Αμερικανούς επειδή είναι εθνικιστής, μπορεί να έλθει στα χέρια για μία θέση πάρκινγκ, του αρέσει να οδηγεί ακριβό αυτοκίνητο, είναι φαλλοκράτης και ίσως δέρνει την σύζυγο και τα παιδιά του. Είναι κακομαθημένος, όνειρό του είναι να εργαστεί στο δημόσιο, «λαδώνει» για να φέρει εις πέρας τις υποθέσεις του, ίσως και να λαδώνεται αφού του αρέσει το εύκολο χρήμα κ.λπ.
Φυσικά αυτή η φιγούρα δεν είναι θετική, και βέβαια ούτε άγνωστη στην ελληνική κοινωνία. Το αντίθετο μάλιστα. Πέρα όμως από τις περιπτώσεις της πραγματικής ακροδεξιάς ή αρνητικών συμπεριφορών, ο μέσος Έλληνες πολίτης έχει και πολλές θετικές πλευρές και, τηρουμένων των χρονικών αναλογιών, ορισμένες ομοιότητές του «Ελληνάρα» με την λαϊκή φιγούρα του Καραγκιόζη θα έπρεπε να έχουν «κτυπήσει το καμπανάκι» στους διαμορφωτές γνώμης των εκσυγχρονιστών, ιδίως μετά την αποδοκιμασία κατά τις τελευταίες εκλογές.
Έτσι, μεταξύ πολλών άλλων, ο γράφων έχει ακούσει από φανατικούς εκσυγχρονιστές να κατατάσσονται σε αυτή την αυθαιρέτως διευρυμένη έννοια της ακροδεξιάς μία μεγάλη σειρά από τις πιο διαφορετικές προσωπικότητες, ιστορικά πρόσωπα, θεσμοί κλπ, όπως το ΚΚΕ, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κίμωνας Κουλούρης, ο Οτσαλάν, η Βούλα Δαμιανάκου, ο Κώστας Βάρναλης, η 17Ν, ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, ο Κώστας Ζουράρις, ο Μίκης Θεοδωράκης, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κ.λπ.
Στο στόχαστρο των εκσυγχρονιστών εν δυνάμει βρίσκεται ο,τιδήποτε το παραδοσιακό: από το άβατον του Αγίου Όρους μέχρι και το κοκορέτσι, το οποίο σε δημοσιεύματα έγινε το «εθνικό» μας κοκορέτσι ενώ ο υπουργός που αντέδρασε στην απαγόρευσή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαλείται ειρωνικά «πατριώτης» υπουργός (Το Βήμα, 3-8-97). Αλλά δεν είναι μόνο ο υπουργός και το κοκορέτσι. Όλα, εθνικά θέματα γίνονται τα «λεγόμενα εθνικά θέματα» ή, στην καλύτερη περίπτωση, με ειρωνική διάθεση μπαίνουν σε εισαγωγικά: «εθνικά» θέματα, λες δηλαδή και δεν υπάρχουν.
Υπό την δαμόκλειο σπάθη της κατάταξης σε αυτές τις δύο παραπάνω κατηγορίες, οι εκσυγχρονιστές προσπάθησαν να πείσουν τους Έλληνες πολίτες ότι το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο «ακροδεξιός κίνδυνος». Όμως δεν ασχολήθηκαν με το ίδιο πάθος με πολύ πιο επικίνδυνα φαινόμενα όπως η φτώχεια, ο εκφασισμός της κοινωνίας, η οργιώδης χρηματιστηριακή εγκληματικότητα, το σύννομο πλιάτσικο στο οποίο επιδίδονται χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, φαρμακοβιομηχανίες κ.ά, γενικευμένα φαινόμενα διαφθοράς και δράσης συντεχνιών και άλλα παρακμιακά φαινόμενα.
Η μαθηματική θεωρία των συνόλων, ο εκσυγχρονισμός και η Αριστερά
Υιοθετώντας ένα σύστημα αξιών και ένα σύνολο πολιτικών θέσεων που επιφανειακά έμοιαζε και είχε πολλά κοινά στοιχεία με τα αντίστοιχα της Αριστεράς, ο εκσυγχρονισμός κατόρθωσε προσωρινά να ενδυθεί τη λεοντή του ανθρωπισμού και της ηθικής με αποτέλεσμα όχι μόνο να μεταλλάξει ένα τμήμα της αριστερής πτέρυγας της ελληνικής πολιτικής ζωής, αλλά και να το μεταβάλει σε ναυαρχίδα του. Το πώς το κατόρθωσε αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον παρατηρητή.
Φίλος επικοινωνιολόγος εξηγεί ότι πρόκειται για ένα κλασικό μοντέλο προπαγάνδας: Στην μαθηματική θεωρία των συνόλων, όλοι έχουμε διδαχθεί ότι τα σύνολα αποτελούνται από επί μέρους στοιχεία. Επίσης γνωρίζουμε την μαθηματική έννοια της «τομής συνόλων». Δηλαδή, όταν δύο διαφορετικά σύνολα έχουν στοιχεία που είναι κοινά, τότε λέμε ότι τα σύνολα τέμνονται και αυτά τα κοινά στοιχεία είναι η τομή τους.
Σε επίπεδο γνωσιολογίας, η τομή συνόλων είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος του εξαιρετικά διαδεδομένου φαινομένου της σύγχυσης των εννοιών. Δηλαδή, βλέποντας μόνο ένα στοιχείο, ο άνθρωπος συχνά αδυνατεί να αντιληφθεί σε ποιο σύνολο ανήκει, αφού το στοιχείο αυτό ανήκει σε περισσότερα σύνολα.
Έτσι (και εντελώς πρόχειρα και σχηματικά), θεωρούμε ότι το πρώτο σύνολο που καλούμε «αριστερό ιδεολογικό σύστημα» αποτελείται από συγκεκριμένα ιδεολογικά συστατικά, μεταξύ άλλων: «κυριαρχία της πολιτικής επί της οικονομίας, ισότητα των πολιτών, άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων, ανεξαρτησία και αντιιμπεριαλισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, ποιότητα ζωής, αντιεθνικισμός, αντιρατσισμός, δικαιώματα των μειονοτήτων, διεθνισμός, ελληνοτουρκική φιλία, αντιπάθεια στους κρατικούς μηχανισμούς (σε ορισμένες περιπτώσεις) κ.λπ.».
Το δεύτερο σύνολο, που καλούμε «ιδεολογία του εκσυγχρονισμού» αποτελείται επίσης από συγκεκριμένα ιδεολογικά στοιχεία: «κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής, οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ανοχή στις ταξικές διαφοροποιήσεις, αποδοχή της παρεμβατικότητας του διεθνούς παράγοντα, ανθρώπινα δικαιώματα, ποιότητα ζωής, αντιεθνικισμός, αντιρατσισμός, δικαιώματα των μειονοτήτων, κοσμοπολιτισμός, ελληνοτουρκική φιλία, λιγότερο κράτος κ.λπ.».
Και επειδή στην πράξη γενικώς τα σύνολα δεν λειτουργούν ως άθροισμα των επιμέρους στοιχείων τους, αλλά συχνότερα ως σύνθεση αυτών των στοιχείων ή και τα δύο μαζί, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, ότι σε επίπεδο πολιτικής πραγματικότητας τα απότοκα αυτών των συνόλων θα είναι αντιθετικά και θα παράγουν ένταση ή συγκρούσεις.
Επίσης εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι, παρά τον αντιθετικό χαρακτήρα τους, τα δύο σύνολα τέμνονται. Η τομή τους αποτελείται από τα στοιχεία: «ανθρώπινα δικαιώματα, ποιότητα ζωής, αντιεθνικισμός, αντιρατσισμός, δικαιώματα των μειονοτήτων, διεθνισμός-κοσμοπολιτισμός (δεν είναι ίδια αλλά μοιάζουν), ελληνοτουρκική φιλία, αντιπάθεια στους κρατικούς μηχανισμούς (πρόκειται για το λιγότερο κράτος των νεοφιλελευθέρων) κλπ».
Όμως στην πράξη αυτά τα δύο σύνολα όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν με την σφοδρότητα που θα περίμενε κανείς, αλλά, αντίθετα, αυτό που παρατηρήθηκε είναι η σύγχυσή τους.
Ο λόγος είναι ότι η τομή αυτών των συνόλων (ανθρώπινα δικαιώματα, ποιότητα ζωής, αντιεθνικισμός, αντιρατσισμός, δικαιώματα των μειονοτήτων, αντιπάθεια στους κρατικούς μηχανισμούς), έντεχνα προβαλλόμενη από τους επικοινωνιακούς μηχανισμούς των εκσυγχρονιστών, απετέλεσε την ιδεολογική γέφυρα προς τον κόσμο της ευρύτερης Αριστεράς, ο οποίος παραδόξως ήταν αυτός που τελικά στελέχωσε σε μεγαλύτερο βαθμό τις τάξεις τους. Η τομή αυτών των συνόλων, και ειδικά το ζήτημα των μειονοτήτων, των μεταναστών, ο αντιεθνικισμός και ο αντιρατσισμός, κατέλαβε την θέση του πρώτου συνόλου, δηλαδή του «αριστερού ιδεολογικού συστήματος». Οι ενδιαφερόμενοι, υιοθετώντας τα κοινά στοιχεία, πολλές φορές χωρίς να το επιδιώξουν ή να το συνειδητοποιήσουν, προσχώρησαν στο δεύτερο σύνολο.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι ανυποψίαστοι πολίτες, δεδομένης και της δύναμης των επικοινωνιακών μηχανισμών, απλώς μπέρδεψαν τα δύο σύνολα και εξέλαβαν τον εκσυγχρονισμό ως την φυσική συνέχεια της Αριστεράς στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Στην χειρότερη, άλλοι πιο συνειδητοποιημένοι έκαναν τα στραβά μάτια, προσχώρησαν στον εκσυγχρονισμό χρησιμοποιώντας την τομή ως άλλοθι, ενώ σε μία τρίτη κατηγορία ανήκουν οι επαγγελματίες του είδους, δηλαδή όσοι εκίνησαν τα πολιτικά και επικοινωνιακά νήματα αυτής της απάτης ή επωφελήθηκαν από την κατάληψη της εξουσίας από τους εκσυγχρονιστές.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η επικοινωνιακή χρήση αυτής της τομής έδωσε έναν «ανθρώπινο» τόνο στον εκσυγχρονισμό και απετέλεσε την Κερκόπορτα για την άλωση και μετάλλαξη μεγάλου τμήματος της Αριστεράς, το οποίο προσχώρησε σε ένα διαμετρικώς διαφορετικό πολιτικό σύνολο: αυτό των εκσυγχρονιστών και των οπαδών της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Επίσης ήταν η μέθοδος για να ξεπεραστούν τα φυσικά εμπόδια που έθετε η, ουσιαστικά αριστερογενής, συλλογική συνείδηση των Ελλήνων στην ένταξή τους σε αυτό που στην πραγματικότητα εννοούν οι εκσυγχρονιστές, αλλά δεν το κατονομάζουν: το εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης ή, αλλιώς, της Νέας Τάξης, που κατά την άποψη του γράφοντος δεν είναι παρά το πρόσχημα για την εξάπλωση του αμερικανικού εθνικισμού. Ανάλογες ιδεολογικές γέφυρες έχουν λειτουργήσει και προς το δεξιόστροφο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως μέσω της προβολής οικονομικίστικων επιχειρημάτων, όμως και εκεί συναντώνται αντιστάσεις κυρίως λόγω παραδοσιακού εθνοκεντρισμού ή και εθνικισμού.
Πάνος Πικραμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου