ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Των ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ
ΚΑΙ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ*
Τις τελευταίες δεκαετίες με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, την ένταση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης παραγωγής και κεφαλαίου, την επιτάχυνση των διαδικασιών περιφερειακής ολοκλήρωσης και «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών και εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου «υποδείγματος» διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου, στους μηχανισμούς κατανομής και ανακατανομής εισοδήματος και πλούτου υπέρ της καπιταλιστικής ολιγαρχίας, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Οι συγκεκριμένες αλλαγές μεταβάλλουν τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων, καπιταλιστικών χωρών και ιμπεριαλιστικών κέντρων, οξύνουν τις ταξικές, ενδοκαπιταλιστικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις και αποκαλύπτουν τις ενδογενείς αντιφάσεις και τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι νέες στρατηγικές του κεφαλαίου έχουν σημαντικές κοινωνικές συνέπειες, όπως η επιβολή των πολιτικών ακραίας λιτότητας και φτωχοποίησης, η μαζική ανεργία, η καταστροφή του «κράτους πρόνοιας» και η ακύρωση των μεταπολεμικών κατακτήσεων των εργαζομένων.
Η βαθιά κρίση που ξέσπασε το 2008 ενέτεινε τις παραπάνω αλλαγές και ανακατατάξεις σε κάθε χώρα και διεθνώς, οι οποίες αντανακλώνται στη δομή και στο ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας στο σύγχρονο καπιταλισμό. Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα εξόδου από την κρίση, με στόχο την ενίσχυση του ποσοστού του κέρδους, εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες και την ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών. Με ιδιαίτερη ένταση τα παραπάνω φαινόμενα εκδηλώνονται στο χώρο της ευρωζώνης, τόσο μεταξύ των χωρών του «πυρήνα» όσο και της «περιφέρειας». Ειδικότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης» (ESM), οι ακραίες πολιτικές λιτότητας έχουν οδηγήσει σε μεγάλη μείωση του ΑΕΠ, κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, συντριβή θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, εκρηκτική ανεργία, καθίζηση μισθών, φτωχοποίηση λαϊκών στρωμάτων, ψυχολογική εξουθένωση και κοινωνική περιθωριοποίηση. Μπροστά στους λαούς και τους εργαζόμενους της ΕΕ και της ευρωζώνης, ιδιαίτερα των χωρών της περιφέρειας, όλο και πιο έντονα προβάλλει το ιστορικό δίλημμα της Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
Σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή είναι σαφές ότι η συζήτηση των στρατηγικών προβλημάτων του επαναστατικού κινήματος αποκτά βαρύνουσα σημασία. Αυτό υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η 25ετία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν γενικά περίοδος ήττας και υποχώρησης, έτσι που το κίνημα βρίσκεται σήμερα ανέτοιμο, πολιτικά, ιδεολογικά, και οργανωτικά, να ανταποκριθεί στα μεγάλα καθήκοντα που βάζει η νέα κατάσταση. Μια γόνιμη συζήτηση των προβλημάτων αυτών δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει στο κενό. Προϋποθέτει την αξιοποίηση των μαρξιστικών εργαλείων ανάλυσης για το φώτισμα των νέων φαινομένων και του πλέγματος αντιφάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε πρώτα να αναδείξουμε τις υποκείμενες δυναμικές και τις δομικές μεταλλάξεις του καπιταλιστικού συστήματος σε όλα τα επίπεδα (οικονομία, εξουσία, κ.ά.) στο τωρινό στάδιο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Σε συνέχεια θα εξετάσουμε το πώς αυτές οι αλλαγές αλληλοκαθορίζονται με την κίνηση των καπιταλιστικών αντιφάσεων και τα ζητήματα που θέτουν όσον αφορά τη χάραξη μιας αποτελεσματικής αριστερής, επαναστατικής στρατηγικής.
1. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Οι αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό αφορούν στο κυρίαρχο μοντέλο καπιταλιστικής οργάνωσης και συσσώρευσης κεφαλαίου. Οι οργανωτικές αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία (μεταφορντισμός, «τογιοτισμός»)· οι αλλαγές στη διάρθρωση των επιχειρήσεων (παραπέρα μονοπωλιοποίηση, εντατικοποίηση εξαγορών-συγχωνεύσεων, αυξανόμενη διεθνοποίηση, κ.ά.)· ο νέος ρόλος των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα (χρηματιστικοποίηση)· οι διαδικασίες «απορρύθμισης» της οικονομίας και ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων· οι νέες μορφές «ευέλικτης» εργασίας (μερική απασχόληση, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, κ.ά.), η αποδιάρθρωση του «κράτους πρόνοιας» και η κατάργηση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, είναι μερικές από αυτές που συμπυκνώνουν το νέο υπόδειγμα συσσώρευσης του κεφαλαίου που αποκλήθηκενεοφιλελευθερισμός.
1.1. ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΝΕΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗ ΔΟΜΗ
Η κυρίαρχη μορφή οικονομικών σχέσεων που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, σε σχέση με τον τύπο οργάνωσης της παραγωγής, καταγράφηκε ως φορντισμός, ενώ σε σχέση με τον τύπο οικονομικής διαχείρισης και κρατικής οικονομικής παρέμβασης ωςκεϊνσιανισμός. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, το συγκεκριμένο μοντέλο οδηγήθηκε σε βαθιά κρίση, που ήταν ταυτόχρονα κρίση του όλου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων. Οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης1, συνδέονταν με τις γενικότερες αλλαγές και ανακατατάξεις στους όρους αξιοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου, κάτω από την επίδραση της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών και του περάσματος της οικονομίας σε νέα τεχνολογική βάση, την επιτάχυνση των διαδικασιών διεθνοποίησης, ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης και των αδιεξόδων του μοντέλου της κρατικής - μονοπωλιακής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας, με αποτέλεσμα την αναζήτηση νέων μορφών κίνησης των αντιθέσεών του, αξιοποιώντας τις θεωρητικές προσεγγίσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Ειδικότερα στον τομέα της βιομηχανικής οργάνωσης οι αλλαγές οδήγησαν στο βαθμιαίο πέρασμα από το άκαμπτο «φορντικό»2 μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής σε νέα συστήματα οργάνωσης, τα λεγόμενα «νεο-φορντικά» ή «μετα-φορντικά»3. Η φορντιστικού τύπου οργάνωση, αναπτυγμένη από τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ, έδινε έμφαση στη μαζική παραγωγή, την τυποποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και την εφαρμογή της τεχνολογίας, ώστε να παράγονται προϊόντα χαμηλού κόστους. Το συγκεκριμένο μοντέλο αντικαταστάθηκε από τη δεκαετία του 1970 με τον αποκαλούμενο «μετα-φορντισμό», ο οποίος προώθησε παραπέρα τις οικονομίες κλίμακας, την εργασιακή εξειδίκευση, τις νέες τεχνολογίες και το μάνατζμεντ. Η πιο τελευταία ανάπτυξη, ο τογιοτισμός, εστιάζει στη μεγιστοποίηση του κέρδους, μέσω του περιορισμού της σπατάλης, εξ ου και ο όρος «λιτή παραγωγή» (lean manufacturing). Στο σύστημα αυτό, αναπτυγμένο σε αρκετές δεκαετίες μεταπολεμικά στην Ιαπωνία από την Toyota, επιχειρείται η εξάλειψη των «σκουπιδιών», σε επίπεδο πρώτων υλών και προϊόντων, μηχανών και προσωπικού (καθυστερήσεις, άσκοπες μετακινήσεις, ανορθολογισμοί), εγκαταστάσεων, κ.λπ., ώστε με λιγότερες εισροές να πετυχαίνεται υπέρτερο αποτέλεσμα. Φυσικά, στις συνθήκες του καπιταλισμού, όλα αυτά τα μοντέλα δεν συντελούν μόνο στην τελειοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά λειτουργούν πρωτίστως ως μέσα για την ένταση της εκμετάλλευσης και τη μεγιστοποίηση της αποσπώμενης υπεραξίας, που αποτελεί το κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το βαθμιαίο πέρασμα των επιχειρήσεων σε νέα τεχνολογική βάση, προκάλεσε αλλαγές στην υπάρχουσα μονοπωλιακή διάρθρωση και τις οργανωτικο-διαρθρωτικές μορφές συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ενισχύθηκε ο στρατηγικός ρόλος των επιχειρήσεων με ηγετική θέση στην παραγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας, ενώ έχασαν έδαφος οι επιχειρήσεις σε παραδοσιακούς κλάδους (χαλυβουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, κ.ά.). Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εξαγορές και συγχωνεύσεις, με ισχυροποίηση της δύναμης ορισμένων μονοπωλιακών ενώσεων και αποδυνάμωση (μέχρι και απώλεια) της μονοπωλιακής θέσης άλλων, με αντίστοιχες ανακατατάξεις στην κορυφή της βιομηχανικής πυραμίδας.
Οι παραπάνω εξελίξεις επέφεραν μεγάλες αλλαγές στο όλο πλέγμα εργασιακών σχέσεων και πρώτα απ’ όλα στην έκταση και διάρθρωση της απασχόλησης. Οι συμβάσεις έργου, οι υπεργολαβίες, η μερική απασχόληση, το ελαστικό ωράριο, η εντατικοποίηση, η μισθολογική υποβάθμιση, κ.ά., έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων που αποσταθεροποιούν τη συνοχή της εργατικής τάξης. Η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων για την ενίσχυση του ποσοστού του κέρδους, επέφερε αλλαγές στις μορφές επίλυσης των διαφορών μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου. Θεμελιώδη δικαιώματα καταργήθηκαν ή συρρικνώθηκαν, ενώ η αυξανόμενη διεθνοποίηση των επιχειρήσεων αποδυνάμωσε σχετικά τη διεκδικητική πάλη των συνδικάτων σε εθνικό επίπεδο.
Σημαντικός επίσης παράγοντας αναδιάρθρωσης της μονοπωλιακής δομής του βιομηχανικού κεφαλαίου, ήταν η ενίσχυση των διαδικασιών διεθνοποίησης, ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης της οικονομικής ζωής. Η εξαγωγή κεφαλαίου με τη μορφή άμεσων επενδύσεων και η δημιουργία μονιμότερων δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων σε διάφορες χώρες γνώρισε νέα ορμή. Συγκριτικά με το παρελθόν παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση άμεσων επενδύσεων στα βασικά καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία), αν και τις τελευταίες δεκαετίας ενισχύεται η εξαγωγή κεφαλαίων από και προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα τις BRICS4. Οι παραδοσιακές μορφές διεθνικών επενδύσεων, δίνουν τη θέση τους σε νέες επιχειρηματικές μορφές, όπως υπεργολαβίες, μικτές επιχειρήσεις, κ.ά., ενώ από πλευράς κλαδικού προσανατολισμού, παρατηρείται μετατόπιση επενδύσεων από τις πρώτες ύλες στην «πράσινη οικονομία» και τις υπηρεσίες, κυρίως χρηματοπιστωτικές, διαφημιστικές και τουριστικές και στην κερδοσκοπική διακίνηση κεφαλαίων μέσω υπεράκτιων (off-shore) εταιριών με προνομιακό φορολογικό καθεστώς5. Σε μεγάλο βαθμό οι συγκεκριμένες διαδικσίες αναπτύσσονται στα πλαίσια των πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων με τη μορφή εξαγορών και συγχωνεύσεων διεθνικού (πολυεθνικού) χαρακτήρα6.
Άλλος σοβαρός παράγοντας αναδιάρθρωσης της εθνικής μονοπωλιακής δομής είναι η προώθηση της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και κρατικο-μονοπωλιακών ομίλων κυρίως στις αναπτυγμένες αλλά και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παράγοντας αναδιάρθρωσης είναι και η επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η προώθηση της «ενιαίας εσωτερικής αγοράς», η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και η δημιουργία της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση), έδωσαν ώθηση στην αναδιάρθρωση πολλών κλάδων, ενίσχυσαν τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, με αντίστοιχες αλλαγές στη μονοπωλιακή διάρθρωση. Η νέα κρίση επιτάχυνε, όπως θα δούμε, παραπέρα αυτές τις διαδικασίες.
Συνολικά οι ανακατατάξεις στις γραμμές του βιομηχανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου έχουν ενδυναμώσει τις θέσεις των διεθνικών-πολυκλαδικών βιομηχανικών ομίλων. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ7, ο αριθμός των πολυεθνικών εταιριών (μη χρηματοπιστωτικών) στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανερχόταν σε 37.000 (από τις οποίες 33.500 ήταν μητρικές), σε σχέση με 20.000 πολυεθνικές στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Οι συγκεκριμένες εταιρίες είχαν στον έλεγχο τους πάνω από 170.000 ξένες θυγατρικές (το 90% σε αναπτυγμένες χώρες), ενώ δέκα χρόνια αργότερα (2004) ο αριθμός των πολυεθνικών ανήλθε σε 77.000 με 770.000 ξένες θυγατρικές, οι οποίες παρήγαγαν προστιθεμένη αξία 4,5 τρις $, απασχολούσαν 62 εκατ. άτομα και είχαν εξαγωγές 4 τρις $. Οι 100 μεγαλύτερες TNCs (Transnational Corporations) στο σύνολο των πολυεθνικών, είχαν 11% του ενεργητικού, 16% των πωλήσεων και 12% των απασχολουμένων, ενώ οι θυγατρικές τους στο εξωτερικό 53% του ενεργητικού, 55,8% των πωλήσεων και 49,7% των απασχολουμένων. Οι 85 από τις 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές είχαν την έδρα τους στις ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία, ενώ οι 75 σε πέντε χώρες (ΗΠΑ, Αγγλία, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία). Τέλος, οι 50 μεγαλύτερες TNCs στις αναπτυσσόμενες χώρες είχαν 31,4% του ενεργητικού, 43,8% των πωλήσεων και 33% των απασχολουμένων των TNCs στις αναπτυσσόμενες χώρες.
1.2. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Οι αλλαγές στην παραγωγική διάρθρωση και στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου, το νέο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων και η αυξανόμενη πολυκλαδικότητα και πολυεθνικότητα των βιομηχανικών ομίλων, αποτελούν τη μια πλευρά της διαδικασίας ανασύνθεσης του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η άλλη, εξίσου σημαντική πλευρά, αφορά τις αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό τομέα και στις δραστηριότητες των τραπεζικών ομίλων. Ειδικότερα η κρίση της δεκαετίας του 1970, εκτός από μαζική ανεργία, υψηλό πληθωρισμό και χαμηλούς ρυθμούς συσσώρευσης, σημαδεύτηκε και από μεγάλες διακυμάνσεις ονομαστικών επιτοκίων, αυξημένες ανάγκες δημόσιου δανεισμού, μεγάλεςσυναλλαγματικές διακυμάνσεις (κατάρρευση συστήματος Bretton Woods), υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών κ.ά.
Τα συγκεκριμένα φαινόμενα, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη χρήση της πληροφορικής και την αύξηση της ποικιλίας των προσφερόμενων «χρηματοπιστωτικών προϊόντων», έδειξαν ότι τα εθνικά συστήματα ρύθμισης έβαζαν εμπόδια στην ελευθερία υπερεθνικής δράσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η «απορρύθμιση» (deregulation) των νομισματικών-πιστωτικών σχέσεων, με σταδιακή κατάργηση των συναλλαγματικών περιορισμών, απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, επιτοκίων και τιμών των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, κατάργηση στεγανών μεταξύ τραπεζικών και μη τραπεζικών φορέων, άνοιγμα αγορών στο διεθνή ανταγωνισμό και εφαρμογή ελαστικών κανόνων ελέγχου και εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (κεφαλαιακή επάρκεια, συντελεστής φερεγγυότητας, κ.ά.). Από την άλλη, η χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών και ειδικότερα των σύγχρονων συστημάτων τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, άλλαξε σχεδόν ριζικά τις μορφές και όρους προσφοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως και τα πλαίσια λειτουργίας, οργάνωσης και συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζικών και άλλων χρηματοπιστωτικών εταιριών.
Ειδικότερα, η πολιτική «φιλελευθεροποίησης» (liberalization) και η χρήση των νέων τεχνολογιών, έφεραν ριζικές αλλαγές στις συνθήκες λειτουργίας των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Προέκυψαν νέες μορφές ανταγωνισμού στη διαδικασία προσέλκυσης αποταμιευτικών πόρων και προσφοράς υπηρεσιών καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης, όπως επίσης στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των επιχειρήσεων με την εμφάνιση νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Στον τομέα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, παρουσιάστηκαν σημαντικές αλλαγές, με αποτέλεσμα την ένταση των φαινομένων «αποδιαμεσολάβησης» των τραπεζών και τη δημιουργία ταυτόχρονα νέων μορφών αλληλοσύνδεσης μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών.
Η σημαντικότερη, ωστόσο, εξέλιξη ήταν η ανάπτυξη των διαδικασιών «τιτλοποίησης» (securitization) και των «νέων τεχνικών» στη σφαίρα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Το φαινόμενο της τιτλοποίησης συνδέθηκε κατ’ αρχήν με τη στροφή των αποταμιευτών προς τους θεσμικούς επενδυτές για εξασφάλιση υψηλότερων αποδόσεων, καθώς και την απευθείας προσφυγή επιχειρήσεων στις χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές, για την άντληση πόρων με έκδοση ειδικών χρεογράφων. Αντίστοιχα, οι δανειακές ανάγκες των κρατών, λόγω φιλελευθεροποίησης και παγκοσμιοποίησης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, δεν μπορούσαν να καλυφθούν με παραδοσιακούς τρόπους δανεισμού από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ή από ξένες τράπεζες (αστάθειες επιτοκίων και κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες), αλλά από ευέλικτες μορφές χρηματοδότησης, που μόνο η διαδικασία τιτλοποίησης μπορούσε να προσφέρει (βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια ή μεσοπρόθεσμα κρατικά ομόλογα).
Οι αλλαγές στη διάρθρωση των τραπεζικών εργασιών και η εμφάνιση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, η δημιουργία νέων εξειδικευμένων εταιριών προσφοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και η αυξανόμενη διείσδυσή τους στην τραπεζική σφαίρα, άλλαξαν ριζικά την οργανωτική δομή των τραπεζών και γενικότερα των χρηματοπιστωτικών ομίλων. Η κατάργηση των περιορισμών στην κίνηση των εμπορικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη χρήση νέων τεχνολογιών, διεύρυναν τη δράση τους στην αγορά νέων προϊόντων, αλλάζοντας την οργανωτική τους δομή σε «τράπεζες καθολικών συναλλαγών» (universal banking). Ταυτόχρονα, αγοράζοντας ή δημιουργώντας εξειδικευμένες χρηματοπιστωτικές εταιρίες (ασφαλιστικές, επενδυτικές, χρηματιστηριακές, αμοιβαίων κεφαλαίων, κ.ά.) και επεκτείνοντας το δίκτυό τους στο εσωτερικό και εξωτερικό, δημιούργησαν μεγάλες επιχειρηματικές ενώσεις της μορφής «χρηματοπιστωτικών ομίλων» (financial conglomerates ή financial supermarkets)8.
Τέλος, εκτός από την απορρύθμιση των εθνικών αγορών, τη γενίκευση του universal banking, την ένταση του ανταγωνισμού και τη δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών ομίλων (non-bank banks), σημαντικοί παράγοντες αναδιάρθρωσης της μονοπωλιακής δομής του τραπεζικού κεφαλαίου ήταν οι διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών τραπεζών και στρατηγικές συμμαχίες με πολυεθνικούς τραπεζικούς ομίλους, η αναπαραγωγή του μονοπωλιακού πλεονεκτήματος στο πεδίο χρήσης της ηλεκτρονικής τεχνολογίας (κυρίως από μεγάλες τράπεζες), καθώς και η «πολυεξειδίκευση» και ο αυξανόμενος γιγαντισμός στη συγκέντρωση του χρηματικού και πιστωτικού κεφαλαίου.
Σύμφωνα με στοιχεία του περιοδικού The Banker9 από τις 1.000 μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες στον κόσμο, 339 προέρχονταν από τις χώρες της ΕE, 163 από τις ΗΠΑ, 121 από την Ιαπωνία, 164 από άλλες ασιατικές χώρες, 79 από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, 59 από τις χώρες της Μ. Ανατολής και 18 από τον υπόλοιπο κόσμο. Από πλευράς μεριδίου αγοράς, οι ιαπωνικές τράπεζες κατείχαν στα τέλη του 1994 το 33% του ενεργητικού, το 27% των ιδίων κεφαλαίων και το 8% των καθαρών κερδών, σε σχέση με το 38%, 34% και 33% της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 10%, 15% και 30% των ΗΠΑ, το 4%, 5% και 5% των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, το 9%, 11% και 14% των άλλων χωρών της Ασίας, το 2%, 3% και 5% των χωρών της Λατινικής Αμερικής, κοκ.
Οι μεγάλες ανακατατάξεις στα τραπεζικά συστήματα, επέφεραν αντίστοιχες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Η φιλελευθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών σχέσεων, η αυτοματοποίηση των συναλλαγών, η ένταση του ανταγωνισμού, οι εσωτερικές αναδιαρθρώσεις, κ.ά., είχαν σημαντικές επιπτώσεις στον όγκο και τις μορφές της απασχόλησης, στις συνθήκες και το χρόνο εργασίας, στο σύστημα αμοιβών και κοινωνικής προστασίας, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην ιεραρχική εξέλιξη και τη συνδικαλιστική δράση. Σημαντική επίσης διαφοροποίηση επήλθε στη σύνθεση των εργαζόμενων με τη δημιουργία υπαλλήλων δύο ταχυτήτων και αύξηση του στρώματος των εξειδικευμένων και υψηλά αμειβόμενων στα ανώτερα κλιμάκια υπαλλήλων (golden boys) αλλά και τον περιορισμό των μισθών στο κατώτερο στρώμα υπαλλήλων.
Οι ανακατατάξεις και αλλαγές στο ρόλο των τραπεζών συνδέονται με το φαινόμενο τηςχρηματιστικοποίησης (financialisation). Η διαδικασία χρηματιστικοποίησης της οικονομίας αντανακλά τον αυξανόμενο ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με τον παραγωγικό και την υπερδιόγκωση της αγοραπωλησίας χρηματοπιστωτικών προϊόντων στις εθνικές και διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου10. Χαρακτηριστικά, οι συναλλαγές στις χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ υπερεκατονταπλασιάστηκαν, σε μη αποπληθωρισμένες τιμές, στα 1970-2000: από 136 δις $ ή 13,1% του αμερικάνικου ΑΕΠ στα 1970 ανέβηκαν σε 1,671 τρις $ ή 28,8% του ΑΕΠ στα 1990 και σε 14,222 τρις $ ή 144,9% του ΑΕΠ το 200011. Παράλληλα σημειώθηκε αλματώδης αύξηση των διαφόρων χρηματιστικών προϊόντων, ομολόγων και παραγώγων που ο Μαρξ αποκαλούσε πλασματικό κεφάλαιο12. Αυτά τα χαρτιά αποτελούν ουσιαστικά απαιτήσεις των ολιγαρχών πάνω στη μελλοντική παραγωγή, η εξόφληση των οποίων βυθίζει στο χρέος τις εθνικές οικονομίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παγκόσμιο χρέος έχει φτάσει ήδη σήμερα στα 60 τρις $, ενώ η παγκόσμια ρευστότητα, που αποτελεί και μέτρο τωνπλασματικών απαιτήσεων, αυξήθηκε από 150% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1990 σε 350% το 201113.
Ειδικότερα η ενίσχυση της δύναμης του τραπεζικού κεφαλαίου, δημιουργεί νέα δεδομένα στην επεξεργασία και εφαρμογή της πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής, επιδρά στις σχέσεις πολυεθνικών τραπεζών και εθνικών κρατών, στις σχέσεις τραπεζικών ομίλων και μεγάλων επιχειρήσεων, στις σχέσεις αποταμιευτών και επενδυτών, κ.ά. Στις νέες συνθήκες μειώνεται η ικανότητα των εθνικών αρχών να ασκήσουν έλεγχο στην προσφορά χρήματος και πιστωτικού κεφαλαίου και στη χάραξη αποτελεσματικής πιστωτικής πολιτικής. Με την αυξανόμενη απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών τα επιτόκια παίζουν όλο και πιο αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία υλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, ενώ η διαθεσιμότητα των πιστώσεων (credit availability) αποκτά μικρότερη σημασία.
Η επέκταση της δράσης των τραπεζών σε όλους σχεδόν τους τομείς των πιστωτικών υπηρεσιών, η αμοιβαία σύμπλεξή τους με τις νέες χρηματοπιστωτικές εταιρίες, η ανάπτυξη νέων μορφών αλληλοσύνδεσης με μεγάλες επιχειρήσεις και εισοδηματίες, ενισχύουν τα περιθώρια ελέγχου ευρύτερων τομέων της οικονομικής και ευρύτερης κοινωνικής ζωής και τη δυνατότητα απόσπασης υψηλών κερδών. Από την άλλη, οι διαδικασίες απορρύθμισης αποδυναμώνουν τους ελέγχους στην πιστωτική επέκταση και στη διαχείριση κινδύνων, αυξάνοντας την αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των οικονομιών σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Τέλος, η χρηματιστικοποίηση δεν περιορίζεται στην καθαυτό οικονομική σφαίρα, βάζοντας της σφραγίδα της στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση, την κουλτούρα και καθορίζοντας τις στοχεύσεις της όλης κοινωνικής αναπαραγωγής. Χαρακτηριστικό φαινόμενο η τεράστια δύναμη των διαβόητων «οίκων αξιολόγησης» που πιστοποιούν την πιστοληπτική ικανότητα επιχειρήσεων και κρατών. Διαμορφώνεται γενικά μια στρατιά εκπροσώπων του κατεστημένου, πολιτικών, γραφειοκρατών, δημοσιογράφων, κ.ά., η οποία μέσω των ΜΜΕ χειραγωγεί την κοινή γνώμη και διαμορφώνει αξίες και πρότυπα.
Η νέα διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στα μέσα του 2008 στις ΗΠΑ, πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό και έπληξε την ΕΕ, ιδιαίτερα τις χώρες της ευρωζώνης, και στον ένα ή άλλο βαθμό όλες τις οικονομίες του κόσμου. Η νέα κρίση αποτελεί στην ουσία κρίση υπερσυσσώρευσης και ειδικότερα υπερσυσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου, με τη μορφή υπερπαραγωγής και υπερδιόγκωσης της «αξίας» χρεογράφων και άυλων τίτλων (μετοχές, ομολογίες, κρατικά ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, αμοιβαία κεφάλαια, repos, αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και κάθε είδους χάρτινες «αξίες» και χρηματοπιστωτικά παράγωγα)14. H υπερπαραγωγή του συνδέεται με τις πολιτικέςφιλελευθεροποίησης, απορρύθμισης, τιτλοποίησης και τη γενικότερη τάση χρηματιστικοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε αυτή την ιδιαίτερη αιτιολογία της κρίσης στη διόγκωση του χρηματιστικού τομέα και την τάση κυριαρχίας του πάνω στην πραγματική οικονομία, εκφράζεται ο αυξανόμενα παρασιτικός χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ο τελευταίος όχι μόνο θέτει αξεπέραστα εμπόδια στην παραπέρα αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά καταστρέφει μεγάλα τμήματά τους σε οικονομικές κρίσεις, που ακολουθώντας τη δυναμική επέκτασης του συστήματος, μετατρέπονται πλέον, λίγο-πολύ, σε παγκόσμιες και επεκτείνονται από τη μια χώρα στην άλλη και από τη μια αγορά στην άλλη.
Ιδιαίτερα το οικοδόμημα της ΟΝΕ υπέστη συγκλονισμό από την κρίση. Η τραπεζική κρίση, παράλληλα με τη δημοσιονομική κρίση ή κρίση δημόσιου χρέους στις χώρες της περιφέρειας, λειτούργησε αποσυνθετικά δείχνοντας το σαθρό υπόβαθρο οικοδόμησης της ΟΝΕ15. Τα αλλεπάλληλα «πακέτα» στήριξης των τραπεζών δεν εξασφάλισαν την εξυγίανσή τους από τον τεράστιο όγκο «τοξικών» χρηματοπιστωτικών προϊόντων που συσσώρευσαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οι τραπεζικές αναδιαρθρώσεις, κυρίως με εξαγορές και συγχωνεύσεις, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, επιφέρουν νέες αναδιαρθρώσεις στη μονοπωλιακή δομή, οι οποίες αποκτούν νέο βάθος ενόψει της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης.
1.3. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Οι αλλαγές στην παραγωγική διάρθρωση και στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου, η αυξανόμενη πολυκλαδικότητα και πολυεθνικότητα των βιομηχανικών και τραπεζικών ομίλων, το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης και η δημιουργία νέων διαύλων σύμπλεξης βιομηχανικού και τραπεζικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, επιφέρουν βαθιές αλλαγές στον πυρήνα του χρηματιστικού κεφαλαίου και στους μηχανισμούς αναπαραγωγής των σχέσεων κυριαρχίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Γι’ αυτό, εκτός από την αποσαφήνιση της έννοιας του χρηματιστικού κεφαλαίου, χρειάζεται να εξετάσουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ανασύνθεσής του και τις προεκτάσεις που αυτή έχει στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος.
Όπως είναι γνωστό, η κατηγορία «χρηματιστικό κεφάλαιο» χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Χίλφερντινγκ (1910) για να εκφράσει τα νέα ποιοτικά γνωρίσματα του καπιταλισμού κατά τη μετάβασή του από το στάδιο του «ελεύθερου ανταγωνισμού» στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού. Ξεκινώντας από το χωρισμό του «κεφαλαίου-ιδιοκτησία» από το «κεφάλαιο-λειτουργία», την ανάπτυξη μετοχικών εταιριών και τον αυξανόμενο ρόλο των τραπεζών στη συγκέντρωση και διάθεση χρηματικών πόρων, επισήμανε ότι ένα αυξανόμενο μέρος του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν ανήκει πλέον στους βιομήχανους που το χρησιμοποιούν, αλλά στις τράπεζες που είναι ιδιοκτήτες του. Έτσι χαρακτήρισε «το τραπεζικό κεφάλαιο –δηλαδή το κεφάλαιο σε χρηματική μορφή που έχει μετατραπεί με αυτό τον τρόπο σε βιομηχανικό– ως χρηματιστικό κεφάλαιο» (σελ. 223). Παρά τη μεγάλη του συμβολή στην ανάλυση των συνθηκών εμφάνισης και κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο ορισμός του περιείχε μεθοδολογικές και θεωρητικές ανεπάρκειες, οι οποίες επισημάνθηκαν από μαρξιστές της εποχής του, όπως οι Λένιν (1916) και Μπουχάριν (1918), καθώς και από μεταγενέστερους ερευνητές, όπως οι Sweezy (1942), Heimann (1945), κ.ά.
Ειδικότερα ο Λένιν, στηριζόμενος στη θεωρητική και ιστορική ανάλυση του Μαρξ, επισήμανε στη γνωστή του μπροσούρα για τον ιμπεριαλισμό, ότι «ο ελεύθερος ανταγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής, κι αυτή η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης οδηγεί στο μονοπώλιο... Η συγκέντρωση της παραγωγής και τα μονοπώλια που ξεπηδούν από αυτήν, η συγχώνευση και η σύμφυση των τραπεζών με τη βιομηχανία, αυτή είναι η ιστορία γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου... Το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο ορισμένων πολύ μεγάλων μονοπωλιακών τραπεζών, που έχει συγχωνευτεί με το κεφάλαιο των μονοπωλιακών ενώσεων των βιομηχάνων... Συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια και ασκεί πραγματικό μονοπώλιο, βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη από την ίδρυση εταιριών, από την έκδοση χρεογράφων και από κρατικά δάνεια, σταθεροποιεί την κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας και επιβάλλει σε όλη την κοινωνία ένα φόρο υποτέλειας προς τους μονοπωλητές... Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σε όλες τις υπόλοιπες μορφές κεφαλαίου, σημαίνει κυρίαρχη θέση του εισοδηματία-ραντιέ και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σημαίνει ξεχώρισμα μερικών κρατών, που κατέχουν τη χρηματιστική “δύναμη” σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα» (Λένιν [1916], σελ. 24, 59, 109, 66, 73).
Ο Λένιν, αναγνωρίζοντας τη σημαντική προσφορά του Χίλφερντινγκ στη μελέτη των κυριότερων γνωρισμάτων του ιμπεριαλισμού, προσδιόρισε την οικονομική του ουσία, σε πέντε βασικά γνωρίσματα: Πρώτο, η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, που έχει οδηγήσει στη δημιουργία μονοπωλίων που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Δεύτερο, η συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία του «χρηματιστικού κεφαλαίου» και πάνω σε αυτό της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Τρίτο, η εξαιρετικά σπουδαία σημασία που αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. Τέταρτο, η δημιουργία διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο. Πέμπτο, το εδαφικό μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις έχει τελειώσει και γίνεται πάλη για το οικονομικό του ξαναμοίρασμα (σελ. 109, 110, 112). Κατά τον Λένιν, «ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που έχουν παντού την τάση προς κυριαρχία και όχι προς ελευθερία». Αυτό συνεπάγεται μια «αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων του [καπιταλιστικού συστήματος]» (σελ. 149).
Επίσης, αναλύοντας τους μηχανισμούς αλληλοσύνδεσης βιομηχανικών και τραπεζικών μονοπωλίων, επισήμανε το ρόλο «της προσωπικής ένωσης των τραπεζών με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της βιομηχανίας και του εμπορίου, τη συγχώνευση των πρώτων και των δεύτερων με την κατοχή μετοχών, την είσοδο διευθυντών των τραπεζών στα εποπτικά συμβούλια ή τις διοικήσεις των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων και αντίστροφα… Η “προσωπική ένωση” των τραπεζών με τη βιομηχανία, συμπληρώνεται με την “προσωπική ένωση” της μιας ή της άλλης εταιρίας με την κυβέρνηση... Κάπου τρεις ως πέντε από τις μεγαλύτερες τράπεζες ενός οποιουδήποτε από τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη, πραγματοποίησαν την “προσωπική ένωση” του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου, συγκέντρωσαν στα χέρια τους τη διαχείριση δισεκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων και των χρηματικών εσόδων μιας ολόκληρης χώρας. Μια χρηματιστική ολιγαρχία, που απλώνει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων εξάρτησης σ’ όλους τους θεσμούς της σύγχρονης αστικής κοινωνίας» (σελ. 50, 51, 153).
Στην εξέταση των σύγχρονων μορφών του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, έχει μεγάλη σημασία ο υπολογισμός της πολύπλοκης και μεταβαλλόμενης δομής τους, η οποία προσδιορίζεται από τους γενικότερους νόμους και ιδιομορφίες της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου, την αμοιβαία σύμπλεξη βιομηχανικών και τραπεζικών ομίλων, την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ μονοπωλιακών ενώσεων, την κρατική πολιτική και τις υπερεθνικές ρυθμίσεις, τις διαδικασίες διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης, καθώς και την αυξανόμενη πολυκλαδικότητα και πολυεθνικότητα της δράσης του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη τα ιστορικά διαρθρωτικά στοιχεία του χρηματιστικού κεφαλαίου, μπορούν να εξεταστούν τόσο με «στενή» όσο και με «ευρεία» έννοια.
Με τη στενή έννοια, το χρηματιστικό κεφάλαιο αποτελείται από το κεφάλαιο των μονοπωλιακών τραπεζικών και βιομηχανικών μονοπωλίων, ενώ με την ευρεία έννοια, από το κεφάλαιο όλων των μονοπωλιακών επιχειρήσεων στους διάφορους κλάδους παραγωγής και κυκλοφορίας (βιομηχανία, αγροτική οικονομία, κατασκευές, μεταφορές, επικοινωνίες, εμπόριο, τουρισμός, διάφορες σφαίρες υπηρεσιών μαζί και του χρηματοπιστωτικού τομέα, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρίες επενδύσεων, κ.ά.), που αναπτύσσουν μεταξύ τους πολύμορφους και σταθερούς οικονομικούς και άλλους δεσμούς. Δηλαδή, με τη επέκταση των μονοπωλιακών σχέσεων σε όλες τις σφαίρες της οικονομίας, στη σύνθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου περιελήφθησαν περισσότεροι μονοπωλιακοί «κρίκοι», που παίζουν σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες αναπαραγωγής του. Κατά συνέπεια διατηρεί πάντα την αξία της η μεθοδολογική παρατήρηση του Λένιν (1916) ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο «είναι εξαιρετικά ευκίνητο και ευλύγιστο, εξαιρετικά περιπλεγμένο στο εσωτερικό των χωρών και διεθνώς, εξαιρετικά απρόσωπο και αποσπασμένο από την άμεση παραγωγή, το οποίο εύκολα συγκεντρώνεται και έχει ήδη πολύ προχωρήσει η συγκέντρωσή του και όπου μερικές εκατοντάδες δισεκατομμυριούχοι και εκατομμυριούχοι, κρατούν στα χέρια τους τις τύχες όλου του κόσμου» (σελ. 66). Ταυτόχρονα, θα πρέπει να υπολογίσουμε τα νέα ποιοτικά και ποσοτικά του γνωρίσματα, για τη βαθύτερη κατανόηση και ερμηνεία του κύκλου οικονομικών σχέσεων που εκφράζει, καθώς και των αντιθέσεων που σηματοδοτεί.
Στις σύγχρονες συνθήκες, ενώ διατηρούνται και αναπαράγονται σχεδόν όλες οι παραδοσιακές (άμεσες και έμμεσες) μορφές σύνδεσης τραπεζών και βιομηχανίας (παροχή πιστώσεων με ευνοϊκούς όρους, αμοιβαία κατοχή πακέτου μετοχών, συμμετοχή στα κεφάλαια θυγατρικών εταιριών, αμοιβαία εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης, διεκπεραίωση εργασιών υπολογισμού και ελέγχου, στήριξη πολυκλαδικής και πολυεθνικής επέκτασης, κ.ά.), εμφανίζονται νέες μορφές αλληλοσύμπλεξης, ως αποτέλεσμα της χρήσης νέων τεχνολογιών, προσφοράς νέων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δημιουργίας νέων εταιριών και κυρίως της διεθνικής επέκτασης και αλληλοδιαπλοκής της δράσης βιομηχανικών και τραπεζικών ομίλων με άλλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις ή ομίλους.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση νέας μορφής κεφαλαιακής σύμπλεξης εμποροβιομηχανικών και χρηματοπιστωτικών ομίλων, είναι η ανάπτυξη εταιριών διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, ασφαλιστικών και χρηματιστηριακών εταιριών, εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, εταιριών leasing, factoring και venture capital, εταιριών παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών, credit cards, κ.ά.16. Η αλληλοσυνύφανση κεφαλαίων, πραγματοποιείται τόσο με την αμοιβαία κατοχή πακέτου μετοχών και εκπροσώπησης στα διοικητικά συμβούλια, όσο και με τη δημιουργία θυγατρικών εταιριών στα πλαίσια ομίλων. Από αυτή την άποψη, τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά συγκροτήματα αποτελούν στην ουσία σύγχρονες μορφές ύπαρξης των χρηματιστικών ομίλων (finance groups), το ίδιο όπως και οι μεγάλοι πολυκλαδικοί όμιλοι (βιομηχανικοί, κατασκευαστικοί, εμπορικοί, μεταφορικοί, κ.λπ.), που έχουν στους κόλπους τους χρηματοπιστωτικές εταιρίες.
Η ανασυγκρότηση της μονοπωλιακής δομής των βιομηχανικών, τραπεζικών και άλλων μονοπωλίων και η εμφάνιση νέων μορφών αλληλοσύνδεσης μεταξύ τους, ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης και η πολιτική φιλελευθεροποίησης, η αναδιάρθρωση, η ιδιωτικοποίηση κρατικών τραπεζών, η επιτάχυνση των διαδικασιών διεθνοποίησης, ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης του παραγωγικού και πιστωτικού κεφαλαίου, οδηγούν σε ουσιαστική ανασύνθεση της δομής του χρηματιστικού κεφαλαίου. Πρόκειται για μια ανασύνθεση όπου το τραπεζικό και γενικότερα το πιστωτικό κεφάλαιο, αναβαθμίζει τη θέση του στη δομή του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ από πλευράς ιδιοκτησίας το κρατικό ή κρατικομονοπωλιακό κεφάλαιο περιορίζεται και ενισχύεται η θέση του διεθνικού και υπερεθνικού χρηματιστικού κεφαλαίου.
Παρ’ όλα αυτά, από μεθοδολογική άποψη θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι το τραπεζικό κεφάλαιο παίζει ηγεμονικό ρόλο σε σχέση με το βιομηχανικό. Οι τράπεζες γίνονται κέντρα της οικονομικής ζωής μόνο όταν ηγούνται χρηματιστικών ομίλων. Κατά συνέπεια αυτό που στην πραγματικότητα κυριαρχεί σε όλες σχεδόν τις σφαίρες της οικονομικής ζωής, δεν είναι το τραπεζικό, ούτε το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά το χρηματιστικό κεφάλαιο και ειδικότερα οι χρηματιστικοί όμιλοι, με την πολυκλαδική και πολυεθνική τους διάρθρωση. Οπωσδήποτε στις περιπτώσεις που οι τράπεζες βρίσκονται στο κέντρο των χρηματιστικών ομίλων, είναι φυσικό να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως συμβαίνει και με τις μεγάλες βιομηχανικές, κατασκευαστικές, εμπορικές, ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις που βρίσκονται στο κέντρο αντίστοιχων ομίλων. Συνεπώς η μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου, βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι επιβάλλει ταυτόχρονα την κυριαρχία του στη σφαίρα της παραγωγής και κυκλοφορίας, καθώς και σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής (μέσα μαζικής ενημέρωσης, ψυχαγωγία, επαγγελματικός αθλητισμός, πολιτισμός, κ.ά.).
Όσον αφορά τη δύναμη του κρατικού ή κρατικομονοπωλιακού κεφαλαίου, η πολιτική απορρύθμισης (κατάργηση θεσμικών προνομίων κρατικών τραπεζών και κρατικομονοπωλιακών επιχειρήσεων) και η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, μειώνουν το ειδικό βάρος του σε όφελος του ιδιωτικού, και εκείνου του τμήματος της χρηματιστικής ολιγαρχίας που συνδέεται μαζί του. Ταυτόχρονα, με την ανασυγκρότηση ορισμένων κρατικών ομίλων και την αναζήτηση «στρατηγικών συμμαχιών» (ανταλλαγή πακέτων μετοχών) με ιδιωτικούς και ξένους χρηματιστικούς ομίλους, δημιουργούνται μικτές μορφές ιδιωτικών και κρατικών χρηματιστικών ομίλων. Βέβαια, η πολιτική απορρύθμισης δεν καταργεί όλες τις κρατικές ρυθμίσεις, ούτε αλλάζει τον ταξικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ κράτους και χρηματιστικού κεφαλαίου. Ωστόσο κάνει το κράτος πιο αντιδραστικό συρρικνώνοντας θεμελιώδη κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα.
Στις σημερινές συνθήκες, σημαντική πηγή εσόδων του χρηματιστικού κεφαλαίου, εκτός από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις ή απορυθμίσεις (deregulations) στα πεδία της φορολογικής και πιστωτικής πολιτικής, πολιτικής κινήτρων, κρατικών προμηθειών, επενδύσεων, κ.ά., γίνεται η τιτλοποίηση του δημόσιου χρέους (έντοκα γραμμάτια και κρατικά ομόλογα), καθώς και η στήριξη της διεθνικής του επέκτασης με διάφορες ευνοϊκές ρυθμίσεις, θεσμικού ή άτυπου χαρακτήρα. Η διεθνική επέκταση έχει δύο όψεις. Τη γεωγραφική (παρουσία σε πολλές χώρες) και την αλληλοσυνύφανση κεφαλαίων διαφορετικών χωρών, ιδιαίτερα όσων συμμετέχουν σε διαδικασίες ολοκλήρωσης η οποία σηματοδοτεί και τη σημαντικότερη πλευρά της ανασύνθεσής του.
Οι στενές σχέσεις πολυεθνικών τραπεζών και μεγάλων πολυεθνικών εταιριών (για έλεγχο αγορών και απόσπαση υψηλών κερδών), δημιουργούν μια νέα μορφή χρηματιστικού κεφαλαίου, το διεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο, στα πλαίσια του οποίου το μονοπωλιακό κεφάλαιο (παραγωγικό και πιστωτικό) από διάφορες χώρες συνδέεται στενά μέσω των επενδύσεων πολυεθνικών εταιριών και της πολυεθνικής ιδιοκτησίας ομίλων, οι οποίοι όλο και περισσότερο μετασχηματίζονται σε κοσμοπολίτικους ομίλους, με κοινά συμφέροντα και στρατηγικές επιδιώξεις σε διεθνές επίπεδο. Το διεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο αποτελεί τον κατ’ εξοχήν υλικό φορέα προώθησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η σύμπραξη μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνικούς χρηματιστικούς ομίλους, μετατρέπει στην ουσία το κεφάλαιο των πρώτων σε οργανικό τμήμα των δεύτερων και τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε τμήματα ή θυγατρικές των διεθνικών χρηματιστικών ομίλων. Τα σχέδια για δημιουργία μιας «διατλαντικής» κοινής αγοράς μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, αντανακλούν ακριβώς αυτές τις διαδικασίες17, παρά το γεγονός ότι δεν εξαλείφουν αλλά αναπαράγουν με άλλους όρους και μορφές, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Το διεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο και οι αντίστοιχοι διεθνικοί όμιλοι, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή, δηλ. το πιο δραστήριο και επιθετικό τμήμα, του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης των εθνικών οικονομιών. Προσομοιάζουν με «καλπάζοντα άλογα» που σέρνουν βίαια πίσω τους το «δρεπανηφόρο άρμα» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η συγκεκριμένη μερίδα του χρηματιστικού κεφαλαίου επιδιώκει να ρυθμίσει τις διεθνείς σχέσεις (οικονομικές και πολιτικές), με βάση τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα, κάτω από τη δική της ηγεμονία. Βέβαια οι επιδιώξεις της συναντούν τις αντιδράσεις άλλων μερίδων κεφαλαίου, χρηματιστικού και μη, που αντανακλούν τις αντιφατικές επιδιώξεις εθνικών και διεθνικών μονοπωλιακών ενώσεων, καθώς και εθνικών κρατών, οι οποίες εκδηλώνονται στους ανταγωνισμούς και στην αμοιβαία προσέγγιση και συνεργασία.
Ιδιαίτερα έντονα εκδηλώνονται οι συγκεκριμένες αντιφάσεις στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπου το τμήμα εκείνο του χρηματιστικού κεφαλαίου που δραστηριοποιείται κατά βάση σε εθνικό επίπεδο, αντιμετωπίζει την πίεση των διεθνικών και διευρωπαϊκών-υπερεθνικών ομίλων, γεγονός που εξηγεί τις αντιθέσεις στην πορεία της ΟΝΕ (πολιτική αναδιάρθρωσης κλάδων, δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων, κατανομή κονδυλίων προϋπολογισμού ΕΕ, πολιτική ΕΚΤ, «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης», τραπεζική ενοποίηση, κ.ά.). Τέλος, η ανάπτυξη των μηχανισμών υπερεθνικής ρύθμισης (αυστηρότερο Σύμφωνο Σταθερότητας, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, κ.ά.), δημιουργεί νέες μορφές αλληλοσύνδεσης χρηματιστικού κεφαλαίου και υπερεθνικών οργάνων της ΕΕ και νέες μορφές προσωπικής ένωσης, σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο.
Ειδικότερα το σύστημα των «λόμπυ»18 διαπερνά όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και της ευρωζώνης και διακλαδώνεται με το σύστημα διαπλοκής συμφερόντων μεταξύ διαφόρων μερίδων της άρχουσας ελίτ σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Το βάθος και οι προεκτάσεις αυτών των διασυνδέσεων έρχονται κατά καιρούς στην επιφάνεια με την αποκάλυψη διαφόρων σκανδάλων οικονομικής-πολιτικής διαφθοράς. Ταυτόχρονα εμφανίζονται νέες αντιθέσεις μεταξύ εθνικών μερίδων της χρηματιστικής ολιγαρχίας εξαιτίας της ηγεμονικής συμπεριφοράς των πλέον ισχυρών ελίτ της ΕΕ, όπως της Γερμανίας, οι οποίες επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις διαδικασίες περιφερειακής ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης σε όφελος των ιδιαίτερων δικών τους οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων.
2. ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ
Οι αλλαγές στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και η αναδιάρθρωση της μονοπωλιακής του δομής, η ενίσχυση της δύναμης των πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων και το πέρασμα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, οι αλλαγές στη σύνθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση της οικονομικής ολιγαρχίας και της χρηματιστικής ελίτ. Για την καλύτερη κατανόηση της θέσης και του ρόλου της τελευταίας στη ζωή του σύγχρονου καπιταλισμού, χρειάζεται η ανάλυση να συνδεθεί με την εξέταση της σύνθεσης και του ρόλου της «άρχουσας ή ιθύνουσας ελίτ»19. Η τελευταία αποτελείται από εκείνες τις ηγετικές ομάδες της άρχουσας ή κυρίαρχης τάξης (δηλ. της αστικής τάξης), οι οποίες εκφράζουν κεντρικά τα συμφέροντά της και πραγματοποιούν για λογαριασμό της τη διεύθυνση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Η άρχουσα ή ιθύνουσα ελίτ εσωτερικά χωρίζεται σε επιμέρους ελίτ (πολιτική, οικονομική, γραφειοκρατική, ιδεολογική, στρατιωτική), κάθε μια από τις οποίες επιτελεί συγκεκριμένο ρόλο στη διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεων της αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα, η πολιτική ελίτ αποτελεί εκείνη την ηγετική ομάδα που εμφανίζεται σαν κύριος φορέας άσκησης της πολιτικής εξουσίας και περιλαμβάνει τη μερίδα που παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις και αυτήν που ασκεί αστική αντιπολίτευση. Η οικονομική ελίτ, αποτελείται κυρίως από τους μεγαλομετόχους των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων, που είναι κατ’ εξοχήν κάτοχοι του χρηματιστικού κεφαλαίου, τους ανώτερους διευθυντές των μεγάλων ιδιωτικών και κρατικών επιχειρήσεων, τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης και ακίνητης περιουσίας, καθώς και τους επικεφαλής εργοδοτικών οργανώσεων, οι οποίοι ελέγχουν τους κυριότερους μοχλούς διεύθυνσης της οικονομίας. Απέναντι στην πολιτική ελίτ, η οικονομική ελίτ λειτουργεί ως ομάδα πίεσης, φτάνοντας μέχρι την ανατροπή κυβερνήσεων όταν θίγονται ουσιαστικά τα συμφέροντά της.
Η γραφειοκρατική ελίτ αποτελείται κυρίως από τους ανώτερους γραφειοκράτες του διοικητικού, οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού μηχανισμού του αστικού κράτους, διαθέτει μικρότερη δύναμη από τις δύο άλλες, ενώ έχει σημαντικά περιθώρια επηρεασμού των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων (κυρίως στην προετοιμασία λήψης αποφάσεων και υλοποίησής τους). Με τη σειρά της η ιδεολογική ελίτ αποτελείται από τα πρόσωπα που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή και διάδοση της κυρίαρχης ιδεολογίας (ανώτερα στελέχη ΜΜΕ, ορισμένοι πανεπιστημιακοί και πνευματικοί παράγοντες), τα οποία από πλευράς εισοδήματος, τρόπου ζωής και σχέσεων με τις άλλες ελίτ, κατατάσσονται στην ηγετική κορυφή της άρχουσας ελίτ. Τέλος, η στρατιωτική ελίτ αποτελείται από το ανώτερο στρώμα των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και των σωμάτων ασφαλείας, που επίσης εντάσσονται στις γραμμές της ιθύνουσας ελίτ. Η θέση τους στη κορυφή της άρχουσας τάξης εξαρτάται από το βαθμό ανάπτυξης του μιλιταρισμού και στρατιωτικοποίησης της οικονομίας σε κάθε χώρα.
Βασικό ρόλο στη δράση της ιθύνουσας ελίτ παίζουν οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων ομάδων της, τόσο στη προσπάθεια λειτουργίας του συστήματος, όσο και ως απόρροια δεσμών προερχόμενων από τις κοινές παραδόσεις, συνήθειες, αντιλήψεις, προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, κ.ά. Πολλές φορές ανάμεσα στις ομάδες της όσο και στο εσωτερικό τους, εμφανίζονται συγκρούσεις και τριβές, που αντανακλούν το διαφορετικό τρόπο κατανόησης των συμφερόντων της τάξης τους και της κοινωνίας συνολικά και τις ανακατατάξεις που συντελούνται στις γραμμές τους. Μεταξύ των διαφόρων ελίτ υπάρχει κινητικότητα (πέρασμα μελών μιας σε άλλη), ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις της «διπλής υπόστασης» (ταυτόχρονη παρουσία σε δύο ή περισσότερες ελίτ). Τέλος, οι ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές στις γραμμές της αστικής τάξης (στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης του συστήματος), αντανακλώνται και στη σύνθεση των ομάδων της ιθύνουσας ελίτ και στις μεταξύ τους σχέσεις και ισορροπίες.
Σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εντείνονται οι διαδικασίες ανισοκατανομής εισοδήματος και επέρχονται σημαντικές αλλαγές στους κόλπους της ιθύνουσας ελίτ με ενίσχυση του ανώτερου στρώματος των πολύ πλουσίων. Όλο και περισσότερο αυξάνει η συσσώρευση πλούτου στα χέρια τους, ενώ από την άλλη αυξάνει η φτώχεια και η δυστυχία για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη. Με την τελευταία κρίση, παρότι μειώθηκε προσωρινά ο παραγόμενος πλούτος, ο βαθμός ανισοκατανομής ενισχύθηκε. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του περιοδικού Forbes, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε από 1.216 άτομα το 2012 σε 1.426 το 2013, ενώ ο πλούτος τους αυξήθηκε κατά 800 δις φθάνοντας τα 5,4 τρις $20. Επίσης οι εκατομμυριούχοι σε όλον τον κόσμο, ξεπέρασαν γρήγορα τις απώλειες της κρίσης αφού η περιουσία τους από 40,7 τρις $ το 2007, έπεσε στα 32,8 τρις το 2008, ανέβηκε στα 39 τρις το 2009 και στα 42,7 τρις το 2010.
Συνολικά, σύμφωνα με το «Global Wealth Report» της Credit Suisse21, το 2013 το 0,5% του πληθυσμού του πλανήτη (32 εκατ. άτομα με περιουσία άνω του 1 εκατ. $), κατείχε συνολική περιουσία 98,7 τρις $ (41% του παγκόσμιου πλούτου), ενώ από το σύνολο των 32 εκατ. πλουσίων, οι 98.700 είχαν ο καθένας περιουσία πάνω από 50 εκατ. $ και οι 33.900 πάνω από 100 εκατ. $. Επίσης στον κόσμο υπήρχαν 361 εκατ. άτομα (7,7% του συνόλου) με περιουσία από 100 χιλ ως 1 εκατ. $ και εισόδημα 101,8 τρις (42,3% του συνόλου), ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν 1.066 εκατ. άτομα (22,9% του συνόλου) με περιουσία από 10-100 χιλ. $ και εισόδημα 33 τρις δολ. (13,7% του συνόλου). Τέλος, το υπόλοιπο 68,7% του πληθυσμού του πλανήτη (4 δισεκατομμύρια άτομα) είχαν εισόδημα λιγότερο από 10 χιλ. $ το χρόνο και τους αντιστοιχούσε μόλις το 3% του παγκόσμιου πλούτου (7,3 τρις $). Από αυτούς γύρω στα 1.100 εκατομμύρια άτομα (15,7% του παγκόσμιου πληθυσμού) ήταν πεινασμένοι και υποσιτιζόμενοι. Δηλαδή στον έναν πόλο το 8,5% του πληθυσμού είχε το 85% του συνολικού πλούτου και στον άλλο πόλο το 91,5% του πληθυσμού είχε μόλις το 15% του πλούτου! Η διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης σε όλο της το μεγαλείο! Κατά συνέπεια η ιστορική επισήμανση του Μαρξ για την αναγκαιό- τητα «απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών»22, γίνεται περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.
Στις σημερινές συνθήκες η κυριότερη μορφή συσσώρευσης πλούτου είναι το «πλασματικό κεφάλαιο» (μετοχές, ομολογίες, υψηλότοκες καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια, χρηματοοικονομικά παράγωγα, κ.ά.), παράλληλα με τις υλικές αξίες (παραγωγικές εγκαταστάσεις, real estate, χρυσός, έργα τέχνης, κ.ά.). Οι υπεράκτιες εταιρίες λειτουργούν ως «φορολογικοί παράδεισοι», όπου οι πλούσιοι κρύβουν πάνω από 32 τρις $, ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου τους βρίσκεται σε τράπεζες, όπου καλύπτεται από το τραπεζικό απόρρητο. Η προσωπική ένωση των μεγιστάνων του χρηματιστικού κεφαλαίου εκτός από τη συμμετοχή σε συμβούλια εταιριών μετοχικού ενδιαφέροντος, πραγματοποιείται και μέσα από διάφορες λέσχες (clubs), όπου μεταξύ άλλων χαράσσονται και γενικότερες στρατηγικές της χρηματιστικής ελίτ23.
Οι ανακατατάξεις οικονομικής και πολιτικής ισχύος μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, αντανακλώνται και στις θεσμικές και άτυπες μορφές οργάνωσης των διαφόρων μερίδων της χρηματιστικής ελίτ, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ειδικότερα στις χώρες που συμμετέχουν στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι εμφανής η τάση διαμόρφωσης μιας «υπερεθνικής ιθύνουσας ελίτ», η οποία έχει ως βάση τους μεγαλομετόχους των ευρωπαϊκών ομίλων (ευρωκαπιταλιστές)24, καθώς και τους επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της ΕΕ (ευρωκράτες) (Κοτζιάς, Ν. [1995], σελ. 149, 269). Με τη δημιουργία της ευρωζώνης, η υπερεθνική ιθύνουσα ελίτ απόκτησε πρόσθετη ισχύ, ενώ καθοριστική επιρροή στη λήψη των αποφάσεων παίζουν οι εκπρόσωποι των ισχυρότερων εθνικών ελίτ, κυρίως Γερμανίας και Γαλλίας.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη σύνθεση της οικονομικής ελίτ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και ειδικότερα των χωρών της ΕΕ και της ευρωζώνης, συντελούνται τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές αλλαγές που μπορούν να συνοψιστούν:
Πρώτο, στην αύξηση της δύναμης της διεθνικής χρηματιστικής ολιγαρχίας από τη ραγδαία ανάπτυξη και επέκταση της δύναμης των πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων.
Δεύτερο, με την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και την ενίσχυση των υπερεθνικών μηχανισμών ρύθμισης των οικονομιών, επέρχεται μείωση της κρατικής και κρατικομονοπωλιακής οικονομικής ελίτ σε εθνικό επίπεδο και ενίσχυση αντίστοιχα σε υπερεθνικό.
Τρίτο, την τάση αύξησης του στρώματος των νέων πλουσίων από την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης και ανασυγκρότησης των όρων κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Τέταρτο, παρατηρείται αύξηση του στρώματος των ανώτερων διευθυντικών στελεχών (golden boys) με την ενίσχυση της πολυσυμμετοχικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων και βαθμιαίου περάσματος των οικογενειακών ομίλων σε «συλλογικές» μορφές διεύθυνσης.
Πέμπτο, ενισχύονται τα φαινόμενα εξάρτησης και υποταγής των αδύναμων εθνικών ελίτ στις επιλογές και τα στρατηγικά συμφέροντα των ισχυρότερων, καθώς και οι αντιθέσεις μεταξύ των τελευταίων για την ηγεμονία.
Έκτο, σημαντικές ανακατατάξεις συντελούνται στους κόλπους των εργοδοτικών οργανώσεων με ενίσχυση του ρόλου υπερεθνικών ενώσεων τύπου Unice, European Round Table, κ.ά.
Οι συντελούμενες ανακατατάξεις και αλλαγές στους κόλπους της χρηματιστικής ελίτ, επιφέρουν με τη σειρά τους σημαντικές αλλαγές σε όλο το πλέγμα των ενδοταξικών και διαταξικών σχέσεων, μεταβάλλουν τη διάταξη των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και θέτουν σε νέα βάση τη σχέση εθνικού-ταξικού και εθνικού-διεθνικού. Παρόλα αυτά ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των οικονομικών σχέσεων και το πλέγμα αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος διατηρούνται, ενώ εμφανίζονται νέες μορφές κίνησής τους, θέτοντας μπροστά στις δυνάμεις της Αριστεράς νέα ερωτήματα στη χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής και τακτικής για την υπέρβαση των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων.
Πριν περάσουμε στα πιο πάνω ερωτήματα, είναι αναγκαίο, ωστόσο, να δούμε συνοπτικά τις στρατηγικές των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ελίτ, τόσο γενικά όσο και ιδιαίτερα τη διαφοροποίησή τους από την παρούσα κρίση.
3. ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ, ΚΡΙΣΗ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ, ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΩΝ ΕΛΙΤ
Η προώθηση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης εγκαινιάστηκε από τις κυρίαρχες τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, αρχικά στον εμπορικό τομέα, σχεδόν αμέσως μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν μια προβλεπτική στρατηγική που εξυπηρετούσε τα μακροχρόνια συμφέροντα και τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος, αποσκοπώντας στη λείανση των αντιθέσεων και τον κοινό χειρισμό των κρίσεων, την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινημάτων και των διεκδικήσεων των εργαζομένων σε κάθε χώρα, την ύψωση νέων φραγμών και εμποδίων στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Η στρατηγική αυτή αντανακλούσε τις τάσεις διεθνοποίησης της παραγωγής όπως αυτές εκφράζονται στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, ιδιαίτερα την ανάγκη να μετακινηθούν τα εμπόδια που έθεταν στην κερδοφορία οι διάφοροι προστατευτικοί περιορισμοί, δασμοί και φόροι των εθνικών κρατών.
Συμβατικά, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια στη διαδικασία της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Το πρώτο στάδιο ξεκινά με την υπογραφή το Μάρτιο του 1957 της Συνθήκης της Ρώμης, οπότε και ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Είχαν προηγηθεί η ίδρυση της Μπενελούξ το 1947 (μιας τελωνειακής ένωσης Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου) και του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας το 1948. Σε αυτό το στάδιο η διαδικασία ολοκλήρωσης συντελείται βασικά στο επίπεδο του εμπορίου, όντας ένας μοχλός για την εγκαθίδρυση ενιαίας, κοινής αγοράς. Το 1960 ιδρύεται παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), στην οποία συμμετέχουν αρχικά εφτά χώρες, μερικές από τις οποίες θα προσχωρήσουν αργότερα στην ΕΟΚ25.
Σε μια δεύτερη φάση, από τη δεκαετία του 1970, η διαδικασία ολοκλήρωσης επεκτείνεται σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής των χωρών που συμμετέχουν στην ΕΟΚ. Ήδη το 1962 εισάγεται η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ), όμως οι οξείες αντιθέσεις μεταξύ Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας θέτουν εμπόδια στην προώθησή της ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι εξελίξεις που σηματοδοτούν αυτό το στάδιο σημειώνονται στις δυο επόμενες δεκαετίες. Το 1974, στη Διάσκεψη του Παρισιού, συμφωνείται η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, ενώ το 1976 ιδρύεται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και το 1979 πραγματοποιούνται οι πρώτες άμεσες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παράλληλα, κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η ΕΟΚ σταδιακά επεκτείνεται με την ένταξη σ’ αυτήν του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας το 1973, της Ελλάδας το 1981 και της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το 1986.
Τέλος, στο τρίτο στάδιο η ολοκλήρωση αποκτά πολιτικά χαρακτηριστικά, κατατείνοντας σε μια ομοσπονδιακή ένωση των εμπλεκόμενων κρατών. Το στάδιο αυτό εγκαινιάζεται με τη δημιουργία της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς» το 1986 και παίρνει νέα ώθηση με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992. Η συνθήκη αυτή τίθεται σε ισχύ το 1993, οπότε και ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ως οικονομική και πολιτική ένωση. Σημαντικά παραπέρα βήματα είναι οι συνθήκες του Άμστερνταμ (1997), της Νίκαιας (2001) και της Λισαβόνας (2007). Το 1999 εγκαθιδρύεται και η νομισματική ένωση με την εισαγωγή του ευρώ και την κυκλοφορία του το 2000.
Στην πορεία εξέλιξης της ολοκλήρωσης, αποσαφηνίζονται και ενδυναμώνονται διαρκώς τα αντιδραστικά ταξικά χαρακτηριστικά της όλης διαδικασίας και ιδιαίτερα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης. Η συνθήκη του Μάαστριχτ θέτει δρακόντειους όρους για τη συμμετοχή στη φάση της νομισματικής ένωσης (έλλειμμα προϋπολογισμού κάτω του 3%, δημόσιο χρέος λιγότερο από 60% του ΑΕΠ και πληθωρισμός όχι πάνω από 1,5% επιπλέον των πιο επιτυχημένων χωρών). Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ εισάγεται η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή πολιτική ασφάλειας, με στόχο την παραπέρα υποταγή των αδύναμων χωρών στις ισχυρές χώρες. Οι συνθήκες της Νίκαιας και της Λισαβόνας συνεχίζουν τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων των εθνικών κρατών στα υπερεθνικά ευρωπαϊκά όργανα.
Οι ίδιοι οι κανόνες δόμησης της ΕΕ, όπως η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να δανείζει τις τράπεζες αλλά όχι τις κυβερνήσεις, διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση κρίσης θα λειτουργήσει ως όργανο διαχείρισης και υπεράσπισης των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κύριο εκτελεστικό σώμα της ΕΕ, έχει τη δικαιοδοσία να λειτουργεί ως ανεξάρτητη εξουσία από τις κυβερνήσεις, να καθορίζει κανόνες, κανονισμούς και νομοθετικές ρυθμίσεις, να συντάσσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και να επιβλέπει την εφαρμογή των συμφωνιών και των νόμων, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παίζει βασικά διακοσμητικό ρόλο. Στην πράξη, επιβάλλεται έτσι πλήρης έλεγχος των οικονομικών, αναπτυξιακών κ.ά. πολιτικών των χωρών-μελών από το διευθυντήριο της ΕΕ. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 θα κάνει φανερό το περιεχόμενο αυτών των θεσμών και των ρυθμίσεων ως εγγυητών των συμφερόντων της ολιγαρχίας του πλούτου και των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ.
Η βαθιά κρίση του 2008 έπληξε όλες τις χώρες της ΕΕ, με ιδιαίτερη σφοδρότητα όμως τις πιο αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης. Αν και ορισμένες χώρες επέστρεψαν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι περισσότερες παρουσιάζουν στασιμότητα και επιδείνωση σε βασικούς δείκτες (δημόσιο χρέος, ποσοστά ανεργίας, επενδύσεις, αγοραστική δύναμη μισθών-συντάξεων, κοινωνικές παροχές, κ.ά.). Η μεγάληδιάρκεια της κρίσης και η ένταση της ανισοκατανομής του εισοδήματος σε όφελος των ισχυρών μερίδων του κεφαλαίου, επέφερε ανακατατάξεις στους κόλπους της αστικής τάξης, από τη βάση ως την κορυφή. Εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις καταστράφηκαν, πολλές μεγάλες συρρικνώθηκαν, ενώ επιδεινώθηκαν οι συνθήκες αναπαραγωγής τμημάτων του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την ανακατανομή των μεριδίων αγοράς σε όφελος κυρίως μονοπωλιακών ενώσεων του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης.
Η γερμανική αστική τάξη αποκομίζει τα μεγαλύτερα οφέλη από τα υψηλά πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο και από το χαμηλό κόστος δημόσιου δανεισμού, ενώ αντίθετα έχουν αποδυναμωθεί οι θέσεις των αστικών τάξεων στις λιγότερο ισχυρές χώρες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, κ.ά.), με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη υποταγή τους στις κυρίαρχες ελίτ της ευρωζώνης. Οι χώρες που μπήκαν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) εφαρμόζουν με ευθύνη των αστικών δυνάμεων και της «τρόικας» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ), ακραία μέτρα λιτότητας με αποτέλεσμα τη λαφυραγώγηση λαϊκών εισοδημάτων και δημόσιας περιουσίας χάριν των πιστωτών. Το σαθρό οικοδόμημα της ευρωζώνης μετατρέπεται έτσι σταδιακά αντί για «ένωση λαών» σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης» λαών και εργαζόμενων.
Τα προβλήματα βιωσιμότητας της ευρωζώνης εντείνονται όσο αποτυγχάνουν τα μέτρα στήριξής της, δεδομένου ότι δεν επιλύουν τα ενδογενή της προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότερο ακούγονται εκκλήσεις από γνωστούς ευρωπαϊστές για την επίδειξη ψυχραιμίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών σωτηρίας της ευρωζώνης. Ωστόσο η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι απλά υπόθεση αφηρημένων οραματισμών και καλών προθέσεων, αλλά συνδέεται στενά με ένα ευρύτερο πλέγμα διακρατικών και ταξικών σχέσεων και αντίστοιχων συμφερόντων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως πολιτική συνεργασίας κυρίαρχων αστικών τάξεων γίνεται με βάση το κριτήριο της ισχύος. Όσο πιο ισχυρή είναι μια χώρα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, τόσο πιο βαρύνουσα θέση κατέχει στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ισχύς των μεγαλύτερων και πλουσίων χωρών στο θεσμικό πεδίο εκδηλώνεται με τις αποφάσεις που λαμβάνονται για το μέλλον της συγκεκριμένης ενοποίησης. Η «μεγάλη πατρίδα» (Γερμανία) επιχειρεί μέσω κυρίως του ευρώ να διεμβολίσει τις «μικρές πατρίδες» θέτοντας την οικονομία της ΕΕ υπό γερμανική σκέπη26. Συνολικά, ισχυροποιείται διαρκώς η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στο εγχείρημα της ολοκλήρωσης, η οποία είναι σε θέση να υπαγορεύει τα συμφέροντά της όχι μόνο στις αδύναμες χώρες, αλλά ακόμη και σε μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία.
Από την άποψη αυτή, η κρίση αποκάλυψε τις βαθιές αντιθέσεις μέσα στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και παγκόσμια ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αντιθέσεις οι οποίες είχαν προσωρινά συγκαλυφθεί και αμβλυνθεί στην προηγούμενη ανοδική φάση της παγκοσμιοποίησης. Από τη μια μεριά, οξύνονται οι εμπορικοί ανταγωνισμοί και γεωπολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα, Ρωσία, κ.ά.). Αυτοί οι ανταγωνισμοί αποκτούν συχνά θερμό χαρακτήρα, δίνοντας γένεση σε τοπικούς πολέμους (Ουκρανία, κ.ά.). Παράλληλα, στο εσωτερικό της ευρωζώνης αναιρούνται τα όποια στοιχεία προσωρινής και επισφαλούς «σύγκλισης» είχαν επιτευχθεί προηγούμενα μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και των ανισομερειών πυροδοτεί κινήματα και αντιστάσεις των λαών (Αραβικές Επαναστάσεις, κινήματα των Αγανακτισμένων στα 2011-2012 στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, κ.ά.). Από την άλλη όμως υποδαυλίζει τον εθνικισμό, τις τοπικές συρράξεις και τις στείρες θρησκευτικές, φυλετικές καιεθνικές αντιθέσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την έξαρση του εθνικισμού στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη, το φαινόμενο της ISIS (Islamic State of Iraq and al-Sham) και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό στη Μέση Ανατολή και την Ασία, κοκ.
Ιδιαίτερα στην ΕΕ, οι αντιθέσεις μεταξύ των κυρίαρχων εθνικών ελίτ για το ρόλο της ηγεμονίας, αλλά και η αποφυγή ανάληψης αντίστοιχων υποχρεώσεων (ανακατανομή πόρων μέσω ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, έκδοση ευρωομόλογου για τη στήριξη αδύναμων οικονομιών, κ.ά.), φρενάρουν την ιδέα της ομοσπονδιακής ένωσης. Αυτή η αντίφαση επιτείνει τα φαινόμενα απόκλισης αντί σύγκλισης των οικονομιών, ενίσχυσης των κεντρόφυγων αντί των κεντρομόλων τάσεων και την ανισομέρειαοικονομικής ανάπτυξης στα πλαίσια της Ένωσης. Γι’ αυτό και η ΕΕ, πολύ περισσότερο η ευρωζώνη, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξωπραγματικές διακηρύξεις και ουτοπικά οράματα περί «οικονομικής σύγκλισης», «κοινωνικής συνοχής» και «Ευρώπης των λαών», όταν κυρίαρχο ρόλο παίζουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ενεργούν με όρους ισχύος, ανταγωνισμού και επιβολής, αντί ισότιμης συνεργασίας, αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης, ουσιαστικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας.
Η ιδέα της «Ευρώπης των λαών και των εργαζόμενων» είναι ασύμβατη με τους νεοφιλελεύθερους «πυλώνες» της ευρωζώνης (Σύμφωνο Σταθερότητας, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης με αντίστοιχα Μνημόνια, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, 6μηνα Συντονισμού, Τραπεζική Ενοποίηση). Η λύση για τη μεγάλη πλειοψηφία των λαών της ΕΕ βρίσκεται στην ανατροπή του ταξικού οικοδομήματος της ευρωζώνης, η οποία ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα γίνει, θα πρόκειται για ριζοσπαστική ανατροπή και σε κάθε περίπτωση για την εξουσία των λαών της Ευρώπης και όχι των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Το πώς ακριβώς θα πραγματοποιηθεί, ξεκινώντας από μια, δυο, ή περισσότερες χώρες, παραμένει ανοικτό πολιτικό ζήτημα.
Από αυτήν την άποψη αποκτά μεγάλη σημασία ο προσδιορισμός των κυριότερων αξόνων του εναλλακτικού προγράμματος προοδευτικής εξόδου από την κρίση, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ασφαλώς μια «Ενωμένη Ευρώπη» με νεοφιλελεύθερα υλικά ακόμα και αν προωθηθεί παραπέρα, θα αποτελεί μια Ένωση σε αντιδραστική κατεύθυνση, χωρίς καμιά σχέση με το όραμα της Ευρώπης των λαών και των εργαζόμενων. Η τελευταία προϋποθέτει επαναθεμελίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος σε νέα βάση και με νέα αρχιτεκτονική. Για τους λαούς και τους εργαζόμενους της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών της περιφέρειας, η ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων και η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την αντικειμενική αναγκαιότητα για μια νέα πορεία της Ευρώπης προς το «ιστορικά αναγκαίο», τη σοσιαλιστική προοπτική.
4. ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Οι ανακατατάξεις που εκθέσαμε οδηγούν σε μια εικόνα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αρκετά διαφορετική εκείνης που υπήρχε όχι μόνο στην εποχή των κλασικών του μαρξισμού, αλλά μόλις πριν λίγες δεκαετίες. Ωστόσο, οι αλλαγές, όσο και αν διαφοροποιούν την κατάσταση, δεν αναιρούν τους βαθύτερους νόμους κίνησης του καπιταλισμού, όντας οι ίδιες τα αποτελέσματα της δράσης τους. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ ολοφάνερα απαιτούν νέες στρατηγικές επεξεργασίες και προσεγγίσεις, δεν ακυρώνουν την αξία των κλασικών μαρξιστικών αναλύσεων. Τα έμβρυα αρκετών από τις τωρινές εξελίξεις υπήρχαν άλλωστε στοιχειακά σε προηγούμενα στάδια και είχαν επισημανθεί από τους κλασικούς και άλλους επιφανείς μαρξιστές. Στα επόμενα θα αξιοποιήσουμε αυτές τις προσεγγίσεις για να αποτιμήσουμε τα νέα φαινόμενα και να θέσουμε σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο ανάλυσης το ζήτημα των απαιτούμενων αναπροσαρμογών στρατηγικής στην επιδίωξη των κοινωνικών μετασχηματισμών.
4.1. ΥΠΕΡΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ Η ΔΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ;
Οι εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού καλούν στη διατύπωση μιας μαρξιστικής έννοιας ικανής να τις συμπεριλάβει. Η έννοια του ιμπεριαλισμού με την παραδοσιακή της διατύπωση δεν επαρκεί πλήρως, γιατί περιέχει μόνο γνωρίσματα της αρχικής φάσης του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, που εξακολουθούν να διατηρούνται, αλλά όχι και το νέο που έχει εμφανιστεί. Έννοιες όπως οι ολοκλήρωση, παγκοσμιοποίηση, χρηματιστικοποίηση, κ.ά., χρησιμοποιούνται επίσης συχνά για να περιγραφούν οι νεώτερες εξελίξεις. Ωστόσο, οι έννοιες αυτές, χωρίς να είναι απορριπτέες, δεν αρκούν επίσης, καθώς καταγράφουν κυρίως τη γενική τάση του καπιταλισμού, που λαβαίνει ισχυρή ώθηση στο παρόν στάδιο, για διεθνοποίηση της παραγωγής, παραλείποντας ή υποβαθμίζοντας τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς της. Στο παρελθόν, ο Λένιν είχε προτείνει μια τέτοια περιεκτική μαρξιστική έννοια, την έννοια του διιμπεριαλισμού, στο πλαίσιο της διαμάχης πάνω στην εναλλακτική αντίληψη του Κάουτσκιγια τον υπεριμπεριαλισμό.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκε μια ενδιαφέρουσα πολεμική ανάμεσα στον Λένιν και τον Κάουτσκι. Η συζήτηση δεν αφορούσε μόνο το χαρακτήρα του πολέμου αλλά και τις μεταπολεμικές προοπτικές του καπιταλισμού, εμπλέχτηκαν δε σε αυτή και άλλοι μαρξιστές όπως οΤρότσκι, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ.
Ο Κάουτσκι, ο οποίος είχε πάρει στο ζήτημα του πολέμου μια οπορτουνιστική θέση υπεράσπισης της πατρίδας και συγκάλυψης των πραγματικών ιμπεριαλιστικών σκοπών του, διατύπωσε το 1914 τη θεωρία του για τον υπεριμπεριαλισμό. Σύμφωνα με αυτή, ο ιμπεριαλισμός θα εξελισσόταν μεταπολεμικά σε μια ειρηνική κατεύθυνση συνένωσης των μεγάλων δυνάμεων για την κοινή εκμετάλλευση του υπόλοιπου κόσμου. Από δω συναγόταν ότι η σοσιαλδημοκρατία έπρεπε να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της στην επερχόμενη ειρηνική περίοδο.
Ο Κάουτσκι πρόβαλε αυτές τις θέσεις του σε ένα σύντομο άρθρο, «Υπεριμπεριαλισμός», γραμμένο πριν την έναρξη του πολέμου. Το άρθρο περιείχε αλληλοαντικρουόμενες διακηρύξεις. Από τη μια διαπίστωνε ότι το άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου θα είναι ότι «οι ιμπεριαλιστικές τάσεις και ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών θα επιταχυνθούν αρχικά» και ότι η μεταπολεμική «επακόλουθη ειρήνη δεν θα είναι κάτι παραπάνω από μια σύντομη εκεχειρία». Από την άλλη, ωστόσο, υποστήριζε: «Το αποτέλεσμα του Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορεί να είναι μια ομοσπονδία των πιο ισχυρών, που εγκαταλείπουν τον ανταγωνισμό τους των εξοπλισμών. Συνεπώς από την καθαρά οικονομική άποψη δεν είναι αδύνατο ότι ο καπιταλισμός μπορεί ακόμη να επιζήσει μέσα από μια άλλη φάση, μια φάση σχηματισμού καρτέλ στην εξωτερική πολιτική: μια φάση υπεριμπεριαλισμού… της οποίας τα δεινά βρίσκονται σε μια άλλη κατεύθυνση, όχι εκείνη του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και της απειλής στην παγκόσμια ειρήνη»27.
Ο Κάουτσκι δεν αναφερόταν ρητά στο ζήτημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης στο συγκεκριμένο άρθρο. Το είχε συζητήσει σε ένα προηγούμενο, «Πόλεμος και ειρήνη», το 1911. Εκεί συνέδεε τη δημιουργία μιας μελλοντικής ομοσπονδίας των ευρωπαϊκών κρατών με την επανάσταση που θα ακολουθούσε τον επερχόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Ακόμη και αν η επανάσταση ξεκινούσε από ένα μόνο κράτος, βεβαίωνε, σύντομα θα διευρυνόταν και η εξάπλωσή της θα εξάλειφε τις παρωχημένες μοναρχίες που εναντιώνονταν στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια «εποχή παγκόσμιας ειρήνης» πάνω σε μια αρχικά αστική-δημοκρατική βάση: «Η ένωση των κρατών του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε μια συνομοσπονδία με μια καθολική πολιτική εμπορίου, ένα ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση και έναν ομοσπονδιακό στρατό – η εγκαθίδρυση των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης… θα διέθετε τέτοια δύναμη ώστε, χωρίς οποιοδήποτε πόλεμο, θα μπορούσαν να υποχρεώσουν όλα τα άλλα έθνη, εφόσον δεν το έκαναν τα ίδια πρόθυμα, να ενωθούν μαζί τους, να διαλύσουν τους στρατούς τους και να παραιτηθούν από τους στόλους τους»28.
Το νέο στο άρθρο του Κάουτσκι στα 1914 για τον υπεριμπεριαλισμό ήταν η ουσιώδης αποσύνδεση του ζητήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης από την προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης και η έμμεση παραδοχή ότι η ίδια η εσωτερική δυναμική του καπιταλισμού μπορούσε να οδηγήσει μόνη της σε αυτό το αποτέλεσμα. Υποστήριξε έτσι ότι την εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων θα τη διαδεχόταν μια εποχή ειρηνικού καπιταλισμού, που θα βασιζόταν στην εξάλειψη και το μετριασμό των αντιθέσεων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αλλά και όλες τις παγκόσμιες μεγάλες δυνάμεις. Η βάση γι’ αυτή την εξέλιξη παρεχόταν, κατά τον Κάουτσκι, από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, τη συνένωση των καπιταλιστικών τραστ και την τάση για κατάργηση των εθνικών συνόρων που απέρρεε από τις πιο πάνω οικονομικές αναπτύξεις.
Ο Λένιν υπέβαλε σε αυστηρή κριτική τις απόψεις του Κάουτσκι, τις οποίες δικαιολογημένα θεώρησε ως μια προέκταση της οπορτουνιστικής θέσης του απέναντι στον πόλεμο. Στην εισαγωγή του στη μελέτη τουΜπουχάριν για τον ιμπεριαλισμό, γραμμένη το Δεκέμβρη του 1915, προέβαλε εναντίον του δυο βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο ήταν ότι ο Κάουτσκι αποσπούσε την προσοχή από τα επίκαιρα επαναστατικά καθήκοντα που έθετε ο πόλεμος σε κούφιες ονειροπολήσεις για εντελώς ανεπίκαιρα καθήκοντα που μπορούσε να τεθούν μόνο στο πολύ μακρινό μέλλον. «Στην πράξη», τόνιζε ο Λένιν, «αυτός που αρνείται τα αιχμηρά καθήκοντα του σήμερα στο όνομα ονείρων για ήπια έργα του μέλλοντος γίνεται οπορτουνιστής… Εάν το όνομα υπεριμπεριαλισμός δοθεί σε μια διεθνή ενοποίηση εθνικών (ή πιο σωστά, κρατικά συνδεδεμένων) ιμπεριαλισμών, οι οποίοι “θα ήταν ικανοί” να εξαλείψουν τις πιο δυσάρεστες, τις πιο ανησυχητικές και πιο αντιπαθείς συγκρούσεις, όπως πόλεμοι, πολιτικές αναταραχές, κ.λπ., που τα φοβάται τόσο πολύ ο μικροαστός, τότε γιατί να μην αποστρέψουμε το πρόσωπο από την παρούσα εποχή του ιμπεριαλισμού που έχει ήδη φτάσει, την εποχή που προβάλλει απειλητικά στον καθένα, και η οποία είναι γεμάτη από όλων των ειδών τις συγκρούσεις και καταστροφές; Γιατί να μη στραφούμε προς αθώα όνειρα ενός συγκριτικά ειρηνικού, συγκριτικά άνευ συγκρούσεων, συγκριτικά μη καταστροφικού υπεριμπεριαλισμού;»29 Κατά δεύτερο λόγο, η εξέλιξη προς το παγκόσμιο τραστ στην οικονομία και προς τη διακρατική ένωση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην πολιτική, όντας η πραγματική βαθύτερη τάση του καπιταλισμού, προχωρούσε μέσα από τεράστιους σπασμούς, ανταγωνισμούς και αντιθέσεις. Υπήρχαν έτσι, σύμφωνα με τον Λένιν, όλες οι δυνατότητες ότι «πριν φτάσουμε σε ένα μοναδικό παγκόσμιο τραστ, πριν τα αντίστοιχα εθνικά χρηματιστικά κεφάλαια έχουν σχηματίσει μια παγκόσμια ένωση “υπεριμπεριαλισμού”, ο ιμπεριαλισμός αναπόφευκτα θα εκραγεί, και ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του»30.
Από την άλλη μεριά, στο γνωστό άρθρο του «Για το ζήτημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», ο Λένιν επιχειρηματολόγησε ότι ακόμη και αν ο καπιταλισμός προλάβαινε να διανύσει ένα μέρος αυτής της πορείας και δημιουργούνταν οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, θα επρόκειτο για μια βασικά αντιδραστική εξέλιξη που δεν θα έλυνε τις κύριες αντιθέσεις, ούτε θα διευκόλυνε την πρόοδο του επαναστατικού κινήματος. «Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι δυνατές ως μια συμφωνία ανάμεσα στους Ευρωπαίους καπιταλιστές… αλλά για ποιο σκοπό; Μόνο για το σκοπό να καταπνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να προστατέψουν από κοινού την αποικιακή λεία ενάντια στην Ιαπωνία και την Αμερική… η αύξηση της ισχύος των οποίων κατά τα τελευταία χρόνια ήταν ασύγκριτα πιο γρήγορη από εκείνη της καθυστερημένης και μοναρχικής Ευρώπης που τώρα γίνεται γηρασμένη. Συγκριτικά με τις ΗΠΑ η Ευρώπη ως όλο υποδηλώνει οικονομική στασιμότητα. Πάνω στην παρούσα οικονομική βάση, δηλαδή τον καπιταλισμό, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης θα σήμαιναν μια οργάνωση της αντίδρασης για να αναχαιτιστεί η πιο γρήγορη ανάπτυξη της Αμερικής»31.
Σε αυτή τη συνάφεια ο Λένιν έδωσε μια αρκετά διαφορετική πρόβλεψη από εκείνη του Κάουτσκι για το πώς θα ήταν αυτή η παραπέρα ιμπεριαλιστική φάση αν τελικά υλοποιούνταν. Τη χαρακτήρισε ως διιμπεριαλισμό, υπογραμμίζοντας ότι οι βασικές αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού δεν θα καταργούνταν. Αυτό που θα προέκυπτε δεν θα ήταν μια ειρηνική συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων, αλλά ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά μπλοκ που θα συνένωναν το καθένα ορισμένες από αυτές.
Στα Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό, ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά μια πρόβλεψη του Τζ. Τσάμπερλεν, ενός ηγετικού αστού πολιτικού της περιόδου: «Ο χριστιανισμός, που έχει στεριώσει σε μερικές μεγάλες ομοσπονδιακές αυτοκρατορίες, η καθεμιά από τις οποίες έχει και μια σειρά μη πολιτισμένες αποικίες και εξαρτημένες χώρες, φαίνεται σε πολλούς σαν η πιο νόμιμη ανάπτυξη των σύγχρονων τάσεων και μάλιστα τέτοια ανάπτυξη που θα πρόσφερε τις περισσότερες ελπίδες για διαρκή ειρήνη πάνω στη στέρεη βάση του διιμπεριαλισμού»32.
Και ο Λένιν σχολιάζει: «Σε τι θα μετατρεπόταν ο “υπεριμπεριαλισμός” του Κάουτσκι και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης πάνω στη βάση του καπιταλισμού; Σε “διιμπεριαλισμό”!!»33
Η διαφορά ανάμεσα στα δυο σχήματα, του υπεριμπεριαλισμού και του διιμπεριαλισμού, μπορεί να φαίνεται επουσιώδης και ορολογιακού χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι αρκετά θεμελιώδης.
Στη βάση του σχήματος του Κάουτσκι υπόκειται η ιδέα ότι ο υπεριμπεριαλισμός θα είναι ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, ριζικά διαφορετικό και ανώτερο από τον κλασικό ιμπεριαλισμό. Στο στάδιο αυτό η αστική τάξη θα επιλύσει ουσιαστικά όλες τις δευτερεύουσες αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αφήνοντας για τους σοσιαλιστές μόνο την τελευταία αντίθεση, την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η ίδια υπόθεση, τροποποιημένη ώστε να περιλαμβάνει μια άρνηση και της κύριας αντίθεσης, θα βρεθεί στη βάση πολλών από τα μεταπολεμικά σχήματα της αστικής ιδεολογίας, όπως τα περί «μεταβιομηχανικής» ή «μετακαπιταλιστικής» κοινωνίας, κ.ά., που κυριάρχησαν στην αστική απολογητική στην κεϊνσιανή περίοδο34.
Οι πιο πρόσφατες ιδέες των Χαρντ και Νέγκρι για την «Αυτοκρατορία», ως μια βασικά ομογενοποιημένη, παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, είναι επίσης βαθιά επηρεασμένες από την επιχειρηματολογία του Κάουτσκι. Οι Χαρντ και Νέγκρι θεωρούν ότι η Αυτοκρατορία, που διαδέχεται τον ιμπεριαλισμό, είναι μια νέα μορφή παγκόσμιας νομικής κυριαρχίας «αποτελούμενη από μια σειρά εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών ενωμένων κάτω από μια μοναδική λογική διακυβέρνησης». Κατά την άποψή τους, «η παγκοσμιοποίηση θα έπρεπε να είναι προσφιλής στην αριστερά» επειδή οδηγεί σε μια «παγκόσμια ιδιότητα του πολίτη». Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι το σχήμα τους συνδέεται με εκείνο του Λένιν: «η ανάλυση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν και η κρίση της οδηγεί κατευθείαν στη θεωρία της Αυτοκρατορίας»35. Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι αυτό που πραγματικά επιχειρούν είναι μια επιστροφή στις θέσεις του Κάουτσκι για ένα βασικά ειρηνικό υπεριμπεριαλισμό, εξανεμίζοντας ακόμη περισσότερο τις ταξικές αντιθέσεις για χάρη της αόριστης αντίθεσης των «ελίτ» και του «πλήθους».
Για τον Λένιν, αντίθετα, ο διιμπεριαλισμός είναι μόνο μια τελευταία νοητή φάση του ίδιου του ιμπεριαλισμού. Η φάση αυτή δεν λύνει πραγματικά καμιά από τις αντιφάσεις του, ούτε καταργεί τις τάσεις για όξυνση των ανισοτήτων, των συγκρούσεων, κ.ά. Απλά τις τροποποιεί και τους δίνει έναν πιο οργανωμένο, κεντρικά κατευθυνόμενο και χειριζόμενο από τις ιμπεριαλιστικές ελίτ, χαρακτήρα. Στην ανάλυση του Λένιν υπόκειται έτσι η αντίθετη ιδέα ότι η διατήρηση –και μάλιστα η όξυνση– της κύριας αντίθεσης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο αναπαράγει αναγκαία, έστω και διαφοροποιημένα, όλες τις δευτερεύουσες αντιθέσεις.
Στο ανοδικό στάδιο της παγκοσμιοποίησης, χοντρικά στα 1990-2007, όταν οι ανταγωνισμοί είχαν σε κάποιο βαθμό καλυφθεί και μετριαστεί, θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ακόμη αμφισβητούμενο το ποια από τις δυο προσεγγίσεις επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Οι εξελίξεις μετά το ξέσπασμα της κρίσης λύνουν το ζήτημα οριστικά και αμετάκλητα υπέρ της πρόβλεψης του Λένιν.
Ένα πρόσφατο βιβλίο ενός ακραία κυνικού αλλά οξυδερκούς απολογητή του ιμπεριαλισμού, του Χ. Κίσινγκερ, το Παγκόσμια Τάξη, παρέχει αθέλητα παραπέρα ισχυρή μαρτυρία υπέρ του διιμπεριαλισμού. Ο Κίσινγκερ αναγνωρίζει εκεί ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης απέτυχε να επιλύσει έστω και μια από τις αντιφάσεις του παρελθόντος. Παραδέχεται ότι «η έννοια της τάξης που υπέκειτο της σύγχρονης εποχής είναι σε κρίση»36, αναφέροντας ως συμπτώματά της τον εμφύλιο στη Λιβύη, την παράλυση των αμερικανόπνευστων καθεστώτων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τις εντάσεις με τη Ρωσία και την όξυνση του αμερικάνικου ανταγωνισμού με την Κίνα. Ο ίδιος εντοπίζει τρεις θεμελιώδεις αποτυχίες του παγκόσμιου συστήματος: η απονομιμοποίηση των κρατών και το προκύπτον κενό εξουσίας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη· οι δομικές ανισότητες της παγκοσμιοποίησης που ωθούν τους χαμένους σε ισχυρές αντιδράσεις· η πλήρης έλλειψη ενός μηχανισμού συνεργασίας των μεγάλων δυνάμεων.
Ακόμη πιο σημαντικά, ο Κίσινγκερ ζωγραφίζει μια εφιαλτική εικόνα παραπέρα όξυνσης των συρράξεων με τον κόσμο να χωρίζεται σε ανταγωνιστικές αυτοκρατορίες, στα όρια και στο εσωτερικό των οποίων θα προκύπτουν διαρκώς νέες αναφλέξεις και εντάσεις.
«Το τίμημα για την αποτυχία», γράφει, «δεν θα είναι τόσο πολύ ένας μεγάλος πόλεμος μεταξύ κρατών (αν και σε μερικές περιοχές αυτό παραμένει πιθανό) όσο μια εξέλιξη σε σφαίρες επιρροής ταυτιζόμενες με ιδιαίτερες εγχώριες δομές και μορφές διακυβέρνησης. Στα άκρα της, η κάθε σφαίρα θα έμπαινε σε πειρασμό να δοκιμάσει τη δύναμή της ενάντια σε άλλες οντότητες που θεωρούνται μη νομιμοποιημένες. Ένας αγώνας μεταξύ περιοχών θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο εξουθενωτικός από ότι υπήρξε ο αγώνας μεταξύ εθνών»37.
Ο Κίσινγκερ δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για την παγκόσμια ειρήνη. Κύριο μέλημά του είναι η διασφάλιση της αμερικάνικης παγκόσμιας κυριαρχίας: «η επιβεβαίωση της εξαιρετικής φύσης της Αμερικής πρέπει να διατηρηθεί»38, δηλώνει ανοιχτά. Ωστόσο, η εικόνα του καπιταλιστικού μέλλοντος που ρεαλιστικά σκιαγραφεί δεν έχει καμιά σχέση με τον ειρηνικό υπεριμπεριαλισμό του Κάουτσκι ή την Αυτοκρατορία των Νέγκρι και Χαρντ. Στα κύρια σημεία της συμπίπτει με την πρόβλεψη του Λένιν.
4.2. ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ
Η ανταγωνιστική, διιμπεριαλιστική βάση της παγκοσμιοποίησης καθιστά αναπόφευκτη την αναπαραγωγή στο πλαίσιό της όλων των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων με μια διαφοροποιημένη μορφή. Γίνεται έτσι αναγκαία η μελέτη της κίνησης αυτών των αντιφάσεων και των υποκείμενων καθορισμών της από τους μαρξιστές. Αν και υπάρχουν αρκετά εκκρεμή ζητήματα, έχουν ήδη παρουσιαστεί ορισμένες επεξεργασίες, τις οποίες θα δούμε συνοπτικά.
Ο Ινδός μαρξιστής Πραμπχάτ Πατνάικ εντοπίζει τέσσερις βασικές αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οι οποίες είναι διακριτικές σε αυτό το στάδιο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στον προηγούμενο κεϊνσιανό τύπο.
Η πρώτη αντίφαση αφορά στην παγκόσμια τάση εξίσωσης των μισθών προς τα κάτω που δημιουργεί ο διεθνοποιημένος ανταγωνισμός, στην ουσία η διεθνής δράση του νόμου της αξίας. Ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης δράσης που γίνεται πιο έντονη σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι μισθοί των εργαζόμενων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες συμπιέζονται, προσεγγίζοντας βαθμιαία σε εκείνους των εργαζόμενων του τρίτου κόσμου, ώστε τα δυτικά προϊόντα να γίνονται πιο ανταγωνιστικά. Η αδυναμία να διατηρηθεί το μισθολογικό πλεονέκτημα των εργαζόμενων των προηγμένων χωρών αποσταθεροποιεί την κοινωνική συναίνεση και νομιμοποίηση που είχε επιτύχει στο παρελθόν ο δυτικός καπιταλισμός. Ταυτόχρονα, η διεθνής συμπίεση των μισθών μειώνει το μερίδιο της εργασίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ, οξύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Η δεύτερη αντίφαση αφορά στις δυσκολίες που προκαλεί αυτή η εξέλιξη στην πραγματοποίηση της υπεραξίας και την εντεινόμενη κρίση υπερπαραγωγής, λόγω της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων. Ασφαλώς, οι δυσκολίες αυτές δεν είναι αξεπέραστες, αφού το κεφάλαιο μπορεί να πραγματοποιεί την υπεραξία και μέσω της επεκτεινόμενης συσσώρευσης. Ωστόσο, η προκύπτουσαμείωση της καταναλωτικής ζήτησης αυξάνει δραστικά την ανεργία και εντείνει τις ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία.
Η τρίτη αντίφαση αφορά στην αδυναμία των αστικών κυβερνήσεων να παρέμβουν και να λειάνουν αυτές τις αντιφάσεις, μέσω της τόνωσης της ζήτησης, όπως γινόταν στον κεϊνσιανού τύπου καπιταλισμό. Ο έλεγχος της παγκόσμιας οικονομίας από το χρηματιστικό κεφάλαιο και η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα που θα επιχειρούσε να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική αποτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση της ζήτησης (με τη μερική εξαίρεση των ΗΠΑ, λόγω της πλεονεκτικής θέσης του αμερικάνικου νομίσματος).
Τέλος, η τέταρτη αντίφαση αφορά στη διάλυση των κρατικών δομών προστασίας της μεγάλης μάζας του πληθυσμού. Ενώ οι τρεις πρώτες αντιφάσεις αφορούν κυρίως τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, η τέταρτη εκδηλώνεται όχι μόνο σε αυτόν, αλλά, με ακόμη μεγαλύτερη μάλιστα ισχύ, και στις χώρες του τρίτου κόσμου. Η κύρια εξέλιξη εκεί αφορά στην απόσυρση του αστικού κράτους από την προστασία των αγροτών και των μικροπαραγωγών, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού και τη λιγότερο ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο ομάδα, λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας της αγροτικής εργασίας. Ο Πατνάικ συγκρίνει την τάση αυτή με μια διαδικασία «πρωταρχικής συσσώρευσης» που συντελείται σήμερα στον τρίτο κόσμο, προχωρώντας εξίσου καταστροφικά με το δυτικό ανάλογό της του 17ου και 18ου αιώνα39.
Από την άλλη, ο Αμερικανός μαρξιστής Ντέιβιντ Κοτζ επισημαίνει τη μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε δομική, η οποία εκδηλώνεται με την αυξανόμενη αδυναμία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης να επιλύσει τα προβλήματα της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως συνέβαινε στις προηγούμενες δεκαετίες. Τα εργαλεία αυτού του μοντέλου, όπως ο δανεισμός και οι φούσκες των περιουσιακών στοιχείων, εξάντλησαν κατά πολύ τη δυναμική τους και δεν είναι ικανά, στην περίοδο της κρίσης (στην πρόκληση της οποίας έπαιξαν καίριο ρόλο), να προσφέρουν ούτε μια μερική, προσωρινή διέξοδο. Από δω απορρέει η τάση προσφυγής σε προστατευτικές και κορπορατιστικές μορφές διακυβέρνησης, η οποία διασπά τη συνοχή της «παγκοσμιοποίησης» και υποδαυλίζει αντιδραστικές και φασιστικές εκτροπές40.
Άλλοι μαρξιστές, όπως οι Μπρένερ, Τσουνάρα, κ.ά., έχουν υπογραμμίσει τις δυσκολίες που συναντά η αυτό-επέκταση του κεφαλαίου συνολικά, από τις οποίες οι στρατιωτικές και μη παραγωγικές δαπάνες είναι μόνο μια μερική διαφυγή. Ενώ η χρηματιστικοποίηση έδωσε μια προσωρινή διέξοδο παρέχοντας ρευστότητα στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις, η χρηματοπιστωτική κρίση και η μετατροπή της σε κρίση δημόσιου χρέους, την οποία έχουν αναδείξει ο Λαπαβίτσας και άλλοι41, φέρνουν και εδώ τα πράγματα σε στασιμότητα.
Τέλος, ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ υπογραμμίζει τη σύνδεση αυτών των αντιφάσεων με το οικολογικό πρόβλημα, σε αυτό που αποκαλεί «κοσμοϊστορική κρίση του καπιταλισμού»42. Ενώ η καταστροφή του περιβάλλοντος από την άναρχη καπιταλιστική ανάπτυξη απειλεί πλέον να προκαλέσει αναντίστρεπτες αλλαγές στις οικολογικές ισορροπίες του πλανήτη (καταστροφή δασών, υπερθέρμανση, εκλύσεις ρύπων, κοκ) ο καπιταλισμός δεν έχει σταθεί ικανός να αντιμετωπίσει ούτε μια από αυτές.
Αυτό στο οποίο καθυστερούν οι μαρξιστές δεν είναι τόσο η υπόδειξη των αντιθέσεων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όσο η κατανόηση της σύνδεσής τους με τις υποκείμενες, στοιχειακές αντιθέσεις του καπιταλισμού, τις οποίες κατέδειξε στο Κεφάλαιο ο Μαρξ43. Αυτές οι αντιθέσεις –η αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, την αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και τον αναρχικό της χαρακτήρα, κοκ.– συνοψίζονται στο θεμελιώδη μαρξιστικό νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, που αντανακλά την ένταση ανάμεσα στο «σκοπό» και τα «μέσα» της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ή στα «κοινωνικοποιητικά» και «εκμεταλλευτικά» γνωρίσματα του συστήματος. Το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού δεν καταργεί αυτές τις αντιθέσεις, αλλά τις αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα, αποτελώντας περισσότερο το αποτέλεσμά τους και τη βάση της απεγνωσμένης προσπάθειας του κεφαλαίου να ελεγχθούν και να αποφευχθούν οι μοιραίες για το καπιταλιστικό σύστημα συνέπειές τους.
Κομβικής σημασίας είναι εδώ η αντίδραση του κεφαλαίου στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους. Ένας αριθμός μαρξιστών, όπως οι Γκρόσμαν, Μαντέλ, Μπρένερ, Τσουνάρα, κ.ά., έχουν πράγματι υπογραμμίσει τον καθοριστικό ρόλο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, την οποία, ωστόσο, τείνουν κάποτε να αντιλαμβάνονται με έναν υπερβολικά ομοιογενή τρόπο. Στον αντίποδα, άλλοι, όπως οιΜπάραν και Σουίζι, Χάρβεϊ, Ισόν, κ.ά., έχουν αμφισβητήσει ότι αυτός ο μαρξιστικός νόμος επιβεβαιώνεται από τα οικονομικά δεδομένα. Το τελευταίο οδηγεί συχνά στο να χάνεται η σύνδεση των γνωρισμάτων του ιμπεριαλισμού με τις υποκείμενες καπιταλιστικές τάσεις και να υιοθετείται μια τεχνική προσέγγιση των αντιφάσεων και της υπέρβασής τους, ως κάτι εφικτό τοπικά και βήμα-βήμα, χωρίς μια κεντρική αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό44. Η άποψη πως το ποσοστό του κέρδους δεν μειώνεται ή ότι μάλιστα αυξάνεται έχει υποστηριχτεί και από αναρίθμητους αστούς θεωρητικούς όπως οιΚαστοριάδης, Χάμπερμας, Πικετί, κ.ά.
Η άρνηση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους από τους απολογητές του συστήματος δεν είναι τυχαία. Ο νόμος αυτός θέτει ένα ιστορικό όριο στην αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού ως φορέα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Συνεπάγεται ότι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής, η αυξανόμενη κερδοφορία και η διευρυνόμενη συσσώρευση, σκοντάφτει από ένα σημείο και μετά σε δισεπίλυτες αντιθέσεις, τις οποίες το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει άλλο τρόπο να ξεπερνά προσωρινά πέρα από την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.Αρνούμενοι την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους οι αστοί οικονομολόγοι και θεωρητικοί παραμερίζουν το βαθύτερο οικονομικό καθορισμό των στρατηγικών του κεφαλαίου και των ασκούμενων πολιτικών, εμφανίζοντας την όξυνση των ανισοτήτων ως κάτι περιστασιακό, αναστρέψιμο και στερούμενο υποκείμενης αναγκαιότητας. Από αυτή την άποψη, η αμφισβήτηση του βασικού αυτού μαρξιστικού νόμου και η απόρριψη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού συμπληρώνονται αμοιβαία: αν με τα σχήματα του υπεριμπεριαλισμού, της Αυτοκρατορίας, κ.ά., επιχειρείται μια άμβλυνση των αντιφάσεων του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η αγνόηση ή το παραμέρισμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους αποκρύπτει τον θεμελιώδη παράγοντα που καθορίζει βαθύτερα τη δυναμική αυτών των αντιφάσεων.
Η συζήτηση γύρω από το ποσοστό του κέρδους έχει αναμφίβολα και μια επιστημονική διάσταση, που απασχολεί τους μαρξιστές. Δεδομένου ότι η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους προκύπτει από τη σύνθεση δυο αντίρροπων τάσεων, της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της αύξησης του ποσοστού της υπεραξίας, είναι σαφές ότι ο νόμος επιβεβαιώνεται αναγκαία μόνο μακροχρόνια. Είναι εντελώς δυνατό σε συγκεκριμένες περιόδους να υπερισχύουν οι αντίρροπες τάσεις, χωρίς αυτό να αναιρεί τη συνολική κατεύθυνση.
Ωστόσο, οι ίδιες οι κοινωνικές εξελίξεις και η πορεία του καπιταλισμού πιστοποιούν την ισχύ του νόμου που κατέδειξε ο Μαρξ. Ιδιαίτερα οι μεταπολεμικές αναπτύξεις δεν μπορεί να κατανοηθούν αν αγνοηθούν τα όρια και οι απαιτήσεις που θέτει στην κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους.
Η ίδια η δυνατότητα εφαρμογής του κεϊνσιανού μοντέλου καθορίστηκε από το γεγονός ότι ο μεταπολεμικός καπιταλισμός, λόγω ευνοϊκών συγκυριών αλλά και εσωτερικών οικονομικών διεργασιών (γενίκευση σχετικής υπεραξίας, νέες τεχνολογίες, κ.ά.) βασιζόταν σε ένα ποσοστό κέρδους επαρκές για μια σχετικά ομαλή αναπαραγωγή. Στην περίοδο αυτή οι δυτικές κυρίαρχες τάξεις μπορούσαν να χωρίζουν την εγχώρια υπεραξία, καθώς και εκείνη που αποσπούσαν από τις φτωχές χώρες, σε δυο μέρη. Το ένα χρησιμοποιούνταν για την παραπέρα καπιταλιστική συσσώρευση και το άλλο για την ευρύτερη κοινωνική αναπαραγωγή, υγεία, εκπαίδευση, κοκ, που είχαν τεθεί σε αρκετό βαθμό έξω από την καπιταλιστική κερδοφορία, συντηρώντας παράλληλα αρκετά πλατιά μεσαία στρώματα μέσω των κοινωνικών δαπανών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντελούσαν στη σχετική σταθερότητα τουκαπιταλιστικού συστήματος.
Η κρίση του κεϊνσιανού μοντέλου και η αντικατάστασή του από το νεοφιλελευθερισμό προήλθε από την ανεπάρκεια, από ένα σημείο και μετά, της παραγόμενης υπεραξίας στο να καλυφθούν και οι δυο παραπάνω όψεις της κοινωνικής αναπαραγωγής, εξαιτίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Η αντίδραση της αστικής τάξης ήταν από τη μια η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και η κατάργηση των κάθε λογής εμποδίων στην κερδοφορία (δασμοί, κ.ά.) μέσω της ολοκλήρωσης, και από την άλλη η επέκταση της κερδοφορίας στο δημόσιο τομέα. Ως αποτέλεσμα το ποσοστό κέρδους υποστηρίχθηκε με τη δραματική μείωση του μέρους της υπεραξίας που αναδιανεμόταν κοινωνικά, τον εκ νέου σφετερισμό του από το κεφάλαιο. Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, σήμαινε την αναπόφευκτη καταστροφή πλατιών μερίδων των μεσαίων στρωμάτων, τερματίζοντας τη μεταπολεμική άνθιση τουκαπιταλισμού και οδηγώντας το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σε κρίση, όπως είχε συμβεί προηγούμενα με τον κεϊνσιανισμό.
Αν αγνοηθεί η πίεση που ασκεί η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους ή θεωρηθεί ακόμη πως το ποσοστό του κέρδους είχε αυξητική τάση, οι παραπάνω εξελίξεις δεν μπορεί να γίνουν κατανοητές. Ένα αυξημένο ποσοστό κέρδους θα επέτρεπε στην αστική τάξη να συνεχίσει απρόσκοπτα την κεϊνσιανή διαχείριση, ενισχύοντας μάλιστα τις κοινωνικές όψεις του καπιταλισμού με την αναδιανομή ενός μέρους των κερδών. Το ότι ακολουθήθηκε ο αντίθετος δρόμος θα έπρεπε τότε να αποδοθεί σε μια συνωμοσία ή στη μοχθηρία των κυρίαρχων ελίτ ή μιας μερίδας τους, που ενήργησαν σε διάσταση με τις πραγματικές ιστορικές δυνατότητες. Ωστόσο, από τη μαρξιστική άποψη, η κύρια τάση της οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να αποδίδεται σε υποκειμενικές επιδιώξεις και παράγοντες· απορρέει από αναγκαία γνωρίσματα του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής που ως τέτοια δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τα ηθικά προτερήματα ή ελαττώματα των κυρίαρχων τάξεων.
Τέλος, η επίδραση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους γίνεται αισθητή σε φαινόμενα όπως η παρατηρούμενη σήμερα μαζική επέκταση της απόλυτης υπεραξίας (αύξηση της εργάσιμης ημέρας και εβδομάδας, των ορίων συνταξιοδότησης, κ.ά.) αλλά και η πεισματική άρνηση των αστικών κυβερνήσεων να προωθήσουν οποιαδήποτε ουσιαστικά μέτρα για τον περιορισμό των εκλύσεων ρυπογόνων αερίων. Από τη μια μεριά, ο καπιταλισμός επιστρέφει έτσι στις μορφές της απόλυτης εξαθλίωσης που ήταν χαρακτηριστικές των αρχικών του σταδίων· από την άλλη αρνείται κάθε μέτρο που θα περιόριζε την κερδοφορία των βιομηχανικών και ενεργειακών κολοσσών. Αυτό το τελευταίο βάζει όρια στις δυνατότητες της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης», που αδυνατεί να γίνει η ατμομηχανή μιας νέας ανόδου.
Η αναγνώριση της σύνδεσης ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, την εναλλαγή των μοντέλων διαχείρισης και την όξυνση των αντιφάσεων του συστήματος έχει μερικές θεμελιώδεις συνέπειες.
Πρώτ’ απ’ όλα, πιστοποιεί ότι είναι εντελώς ανέφικτη μια επιστροφή στις προγενέστερες κεϊνσιανές πολιτικές. Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια των σύγχρονων κεϊνσιανών στο στιλ των Στίγκλιτς, Κρούγκμαν, κ.ά., αποδεικνύονται ουτοπικά. Η εμπειρία δείχνει ότι ο καπιταλισμός δεν έχει πια περιθώρια να αξιοποιήσει τις παλιές συνταγές για να βγει από την κρίση.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν υπάρχει ένας παραπέρα τομέας για να επεκταθεί η καπιταλιστική εντατικοποίηση, σε αναλογία με τη νεοφιλελεύθερη εντατικοποίηση του δημόσιου τομέα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει και ένα νέο πρότυπο συσσώρευσης να αντικαταστήσει το νεοφιλελευθερισμό, γιατί λείπει η αντίστοιχη οικονομική βάση. Ο καπιταλισμός μπορεί έτσι να βασίζεται μόνο στην εξάντληση των περιθωρίων του παλιού προτύπου και την αναζωογονητική επίδραση που ασκεί η οικονομική ανάπτυξη χωρών που βρίσκονται ακόμη σε προγενέστερα καπιταλιστικά στάδια (Κίνα, Ινδία, κ.ά.). Ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες αποδεικνύεται πως δεν αρκούν για να ξεπεραστεί πραγματικά η κρίση στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η οικονομική κρίση του 2008 σηματοδοτεί μια μακρά περίοδο αστάθειας του συστήματος, αντίστοιχη εκείνης που εγκαινιάστηκε με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κρίση του 1929. Η περίοδος αυτή παρέχει και θα παρουσιάσει στην πορεία σοβαρές επαναστατικές δυνατότητες. Θα τις συζητήσουμε συνοπτικά παραπέρα.
4.3. ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Οι πολέμιοι του μαρξισμού θεωρούν την ιδέα της επανάστασης ως μια αυθαιρεσία, μια ουτοπική προοπτική που δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Σε αντιπαράθεση, για τους μαρξιστές, η επανάσταση, όντας το αναγκαίο μέσο για την εκπλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, γίνεται μια ρεαλιστική δυνατότητα σε περιόδους κρίσης και αναταραχής όπως η τωρινή. Η μετατροπή της δυνατότητας σε πραγματικότητα εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες, μεταξύ των οποίων η κατανόηση των όρων της δεν είναι ο λιγότερο σημαντικός.
Μια βασική συζήτηση που έχει διεξαχθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα στο εσωτερικό του μαρξισμούκαι μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο εκκίνησης αφορά στο ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης. Η ορθόδοξη μαρξιστική άποψη σε αυτό το ζήτημα διατυπώθηκε από τον Λένιν στη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης του 1905 και τροποποιήθηκε και εμπλουτίστηκε με την εμπειρία της ρωσικής επανάστασης του 1917.
Στις αναλύσεις του μετά το 1905 ο Λένιν έκανε λόγο για μια «αδιάκοπη επανάσταση», μια ενιαία, δηλαδή, επαναστατική διαδικασία, η οποία θα περνούσε από δυο αλληλένδετα στάδια, ένα δημοκρατικό και ένα σοσιαλιστικό. Ο Λένιν θεωρούσε ότι σε χώρες όπου υπήρχαν σημαντικά φεουδαρχικά κατάλοιπα, όπως η τσαρική Ρωσία, το δημοκρατικό στάδιο θα είχε παρατεταμένο χαρακτήρα καθώς οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν άμεσα ώριμες για το σοσιαλισμό· θα ωρίμαζαν μέσα από την καπιταλιστική ανάπτυξη που θα υποκινούσε η δημοκρατική επανάσταση. Σε κάθε περίπτωση, λόγω της παγκόσμιας στροφής της αστικής τάξης στην αντίδραση, η επίλυση των προβλημάτων της δημοκρατικής επανάστασης, όπως το αγροτικό ζήτημα, η ανατροπή της απολυταρχίας, κ.λπ., προϋπέθετε τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου. Αυτός εκδηλώθηκε στην επανάσταση του 1905 με τη χρήση προλεταριακών μέσων πάλης, όπως η γενική απεργία και η οργάνωση επαναστατικών δομών τύπου σοβιέτ. Προοπτικά, αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας επαναστατικής εξουσίας, της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», στην οποία θα έπαιζε ηγετικό ρόλο η εργατική πρωτοπορία.
Το 1917 ο Λένιν επέφερε ουσιαστικές τροποποιήσεις στο παραπάνω σχήμα, ενσωματώνοντας τις αλλαγές που είχε επιφέρει η ορμητική οικονομική πρόοδος της περιόδου 1905-1917 και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Αναγνώρισε ιδιαίτερα ότι η ωρίμανση των οικονομικών συνθηκών για το σοσιαλισμό επέφερε μια πιο στενή σύνδεση ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους σοσιαλιστικούς στόχους. Στις συνθήκες αυτές δεν μπορούσε να γίνεται πλέον λόγος για ένα σχετικά χωριστό δημοκρατικό στάδιο. Η δημοκρατική επανάσταση, όπως πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 1917 στη Ρωσία, μετατρεπόταν σε ένα προθάλαμο της σοσιαλιστικής, μια ιδιόμορφη κατάσταση δυαδικής εξουσίας, που εμπεριείχε τους όρους για το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση και έκανε αναγκαίο αυτό το πέρασμα για να εκπληρωθούν με συνέπεια τα δημοκρατικά καθήκοντα. Στις συνθήκες αυτές, η «δημοκρατική δικτατορία» μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στοιχειακά με τη μορφή της δυαδικής εξουσίας και όχι ως μια σχετικά ανεξάρτητη φάση. Ωστόσο, επέμενε ο Λένιν, η επανάσταση δεν έπαυε αρχικά να έχει ένα δημοκρατικό χαρακτήρα, καθώς η κίνηση των μαζών καθοριζόταν από δημοκρατικούς στόχους και αιτήματα (ειρήνη, γη, κοκ). Όποιος περίμενε να δει μια καθαρή, σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα την έβλεπε ποτέ. Το ζητούμενο, αντίθετα, ήταν η μετεξέλιξη της δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική, η οποία θα εκπληρωνόταν με την κατάληψη της εξουσίας και την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου45.
Στην περίοδο του Στάλιν, όταν κυριάρχησαν στο κομμουνιστικό κίνημα δογματικές προσεγγίσεις, το σχήμα του Λένιν εκχυδαΐστηκε. Τα κομμουνιστικά κόμματα εισήγαγαν έναν οξύ διαχωρισμό μεταξύ δημοκρατικού και σοσιαλιστικού σταδίου, παραιτούμενα από την κατάληψη της εξουσίας, με αποτέλεσμα την ήττα των επαναστατικών κινημάτων και την υποταγή τους στην αστική τάξη (Ισπανία 1936, Ελλάδα 1945, κ.ά.). Στον αντίποδα, ο Τρότσκι και αρκετές τροτσκιστικές ομάδες πρόκριναν ένα σχήμα άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης, μιας επανάστασης που θα είχε εξαρχής χαρακτήρα σοσιαλιστικό και θα έλυνε παρεμπιπτόντως τα δημοκρατικά προβλήματα. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε τυπικά από τονΠαντελή Πουλιόπουλο στη χώρα μας (1934). Βέβαια, στις τροτσκιστικές ομάδες, η παραπάνω πρόβλεψη συνδυαζόταν με ορισμένα ρεαλιστικά στοιχεία, όπως η υιοθέτηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου και του μεταβατικού προγράμματος. Στα πρόσφατα χρόνια αναπαράχθηκε με ακραία σεκταριστικό τρόπο από το νεοσταλινισμό, τυπικά στη χώρα μας το ΚΚΕ, με την απόρριψη κάθε τέτοιου μεταβατικού στοιχείου, οδηγώντας σε μια καρικατούρα καθαρής επανάστασης και στην πλήρη άρνηση των συμμαχιών46.
Η θέση ότι η επανάσταση θα είναι άμεσα σοσιαλιστική δεν είναι μαρξιστική και δεν επιβεβαιώθηκε από την ιστορική εμπειρία, τόσο του Οκτώβρη όσο και τη μεταγενέστερη.
Η ίδια η Ρωσική Επανάσταση του 1917 πέρασε από ένα δημοκρατικό στάδιο από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη για να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1923 ξεκίνησε επίσης σαν δημοκρατική ανατρέποντας τη δυναστεία των Χοεντσόλερν, δεν μπόρεσε όμως να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική, λόγω ανωριμότητας κυρίως του υποκειμενικού παράγοντα.
Τα κινήματα αντίστασης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ξεκίνησαν από δημοκρατικούς, εθνικοαπελευθερωτικούς στόχους και μετατράπηκαν σε σοσιαλιστικά όπου υπήρχε μια ηγεσία προσανατολισμένη στην κατάληψη της εξουσίας, όπως του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία. Η Κινεζική Επανάσταση του 1924-49, η Κουβανική Επανάσταση και γενικά οι αποικιακές επαναστάσεις πέρασαν επίσης από ένα δημοκρατικό στάδιο. Η Πορτογαλική Επανάσταση του 1973, η μόνησύγχρονη ευρωπαϊκή επανάσταση, ξεκίνησε από δημοκρατικά αιτήματα, την ανατροπή της δικτατορίας του Καετάνο και την αγροτική μεταρρύθμιση.
Οι πρόσφατες Αραβικές Επαναστάσεις ήταν όλες επαναστάσεις τύπου 1905, λύνοντας το πρόβλημα της ανατροπής των αναχρονιστικών δικτατοριών σε αρκετές χώρες της περιοχής, χωρίς να μπορέσουν να μετατραπούν σε σοσιαλιστικές. Τα σύγχρονα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αναπτύχθηκαν επίσης γύρω από δημοκρατικούς στόχους όπως η ανατροπή των Μνημονίων και των πολιτικών της άγριας λιτότητας.
Η αποτυχία μιας σειράς επαναστάσεων να μετεξελιχθούν σε σοσιαλιστικές δεν ήταν τυχαία. Συνδέεται με παράγοντες όπως η ισχύς του καπιταλιστικού συστήματος και οι δυσχέρειες συγκρότησης μιας επαναστατικής πρωτοπορίας ικανής να κατευθύνει την κίνηση των μαζών. Ωστόσο, η δημοκρατική αφετηρία της επανάστασης υπήρξε ένα αντικειμενικό γνώρισμα της επαναστατικής διαδικασίας, που δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί ακόμη και από την πιο επαναστατική ηγεσία. Το τυπικό λάθος των σταλινικής απόχρωσης ρευμάτων ήταν γενικά η προσπάθεια συγκράτησης της επανάστασης στο δημοκρατικό στάδιο, συνδυασμένη με αιτιάσεις ότι τα βασικά προβλήματα (κατάκτηση εξουσίας, κ.ά.) λύνονταν ήδη σε αυτό, ενώ στις τροτσκιστικές ομάδες παρατηρήθηκε η αντίθετη ακρότητα της παράκαμψής του ή της επιπόλαιης αντιμετώπισης των προβλημάτων του.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η παγκοσμιοποίηση αλλάζει την κατάσταση σε σχέση με το χαρακτήρα της επανάστασης. Σήμερα, οι αντικειμενικές συνθήκες για τη σοσιαλιστική επανάσταση είναι ασύγκριτα πιο ώριμες, ενώ τα φεουδαρχικά κατάλοιπα που καθόριζαν το πέρασμα από μια δημοκρατική επαναστατική διαδικασία σε χώρες όπως η τσαρική Ρωσία στην Ευρώπη έχουν εξαλειφθεί. Αν και ασφαλώς αληθεύει ότι οι αντικειμενικές συνθήκες για τη σοσιαλιστική μετατροπή έχουν ωριμάσει, μια παρόμοια άποψη θα ήταν λαθεμένη.
Η δημοκρατική διάσταση της επανάστασης στο παρόν στάδιο δεν καθορίζεται από τα φεουδαρχικά και προκαπιταλιστικά κατάλοιπα. Τέτοιου είδους κατάλοιπα υπάρχουν όντως σε χώρες του τρίτου κόσμου δεν είναι όμως τα πιο σημαντικά. Πρόκειται κυρίως για νέα δημοκρατικά προβλήματα που γεννά ο ιμπεριαλισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Οι ανισότητες και οι διακρίσεις σε βάρος των νέων εργαζομένων, των μεταναστών και των γυναικών· ο εντεινόμενος αυταρχισμός και ο περιορισμός της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, που φτάνει ως την επιβολή δικτατοριών ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και την αναβίωση της ακροδεξιάς και του φασισμού· οι ανισότητες ανάμεσα στις προηγμένες και τις καθυστερημένες χώρες ή και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας, κ.ά., είναι δημοκρατικά προβλήματα που αφορούν σήμερα όλες λίγο-πολύ τις χώρες, τόσο τις προηγμένες, όσο και εκείνες ενός μέσου ή χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης.
Το ότι οι πρόσφατες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και τα κινήματα των Αγανακτισμένων ξεκίνησαν από δημοκρατικά προβλήματα και διεκδικήσεις δεν ήταν έτσι κάτι περιστασιακό. Πέρα από αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα, λόγω της υποχώρησης των κινημάτων στην προηγούμενη εικοσαετία, αντανακλά την εσωτερική δυναμική της παγκοσμιοποίησης, που γεννά διαρκώς νέα δημοκρατικά προβλήματα επειδή εντείνει και οξύνει στο έπακρο τη στροφή στην αντίδραση, χαρακτηριστική γενικά για την εποχή του ιμπεριαλισμού.
Ιδιαίτερα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι μακρόχρονες παραδόσεις της αστικής δημοκρατίας σημαίνουν ότι στα αρχικά στάδια της επαναστατικής διαδικασίας θα εμπλέκονται και κοινοβουλευτικές στιγμές. Αυτό πιστοποιείται ισχυρά από την ιστορική εμπειρία του μεσοπολέμου στην περίοδο των λαϊκών μετώπων. Οι στιγμές αυτές, με τις θετικές δυνατότητες αλλά και τις δυσκολίες και τους κινδύνους τους, πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Θα απαιτήσουν οπωσδήποτε κοινοβουλευτικούς ελιγμούς και συμμαχίες, οδηγώντας ενδεχόμενα στο σχηματισμό κυβερνήσεων της Αριστεράς, που θα αναδειχτούν μέσα από εκλογές. Κάτω από ορισμένους όρους, αυτό μπορεί να προκαλέσει ένα σημαντικό πλάτεμα των ταξικών συγκρούσεων και να γίνει η αρχή για μια βαθύτερη ανατροπή με σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η ανακήρυξη της επανάστασης σε άμεσα σοσιαλιστική, ωστόσο, παρακάμπτει και υπερπηδά το σύνολο των παραπάνω προβλημάτων.
Η ισχύς του κοινοβουλευτισμού στη Δυτική Ευρώπη, παρά την ορισμένη απονομιμοποίησή του στη συνείδηση των εργαζομένων και τη στροφή των αστικών κυβερνήσεων στον αυταρχισμό, βάζει επί τάπητος και το ζήτημα του αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Ενώ αληθεύει ότι σε εποχές κρίσης και αναταραχής ο αγώνας αυτός περνά σε δεύτερο πλάνο, θα ήταν μεγάλο λάθος να εγκαταλειφθεί εντελώς.
Ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις σήμερα δεν μπορεί να αφορά την παρέμβαση στις προωθούμενες από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες είναι στο σύνολό τους αντιδραστικές. Δεν μπορεί επίσης να αφορά την προβολή ενός κεϊνσιανού προγράμματος επιστροφής στο κράτος πρόνοιας και την κατάσταση πριν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και την κρίση. Φυσικά, είναι αναγκαίο να υπερασπίζονται όσες κατακτήσεις του παρελθόντος διατηρούνται. Η τοποθέτηση όμως συνολικά μια τέτοιας προοπτικής θα σήμαινε να αντιπαλεύει κανείς το νεοφιλελευθερισμό όχι από την άποψη του μέλλοντος, αλλά από την άποψη του προηγούμενου καπιταλιστικού σταδίου, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών θα προέλθει από μια κίνηση η οποία θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε ρήξεις όπως ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος στην παραγωγή, όχι από μια μεταρρύθμιση που θα επαναφέρει τους υφιστάμενους θεσμούς και δομές του συστήματος στην προ της κρίσης κατάσταση.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες μεταρρυθμίσεις που είναι θεωρητικά νοητές και ρεαλιστικές στο παρόν στάδιο ακόμη και χωρίς μια συνολική ρήξη, όπως το ευρωομόλογο, ο φόρος Τόμπιν, κ.ά. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αν εφαρμόζονταν, δεν θα ανέτρεπαν την τωρινή αντιδραστική κατεύθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, οδηγώντας απλά σε μια βελτιωμένη παραλλαγή της. Χοντρικά, θα επρόκειτο για μια κατεύθυνση που δεν ανταποκρίνεται στο στενό συμφέρον της Γερμανίας όπως συμβαίνει τώρα, αλλά στο μακροχρόνιο συμφέρον του καπιταλισμού. Παρ’ όλα αυτά, έχουν προοδευτικό χαρακτήρα και θα σήμαιναν μια ορισμένη ελάφρυνση των φτωχών χωρών και των εργαζόμενων από τα βάρη της κρίσης.
Η ως τώρα εμπειρία δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι πρακτικά επιτεύξιμες. Τις μπλοκάρουν οι ιθύνουσες ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες διαθέτουν μεγαλύτερη ισχύ από την πίεση που μπορεί να ασκούν τα κινήματα για την υλοποίησή τους. Επιπρόσθετα, οι αστικές τάξεις των φτωχών χωρών, που θα είχαν συμφέρον στην εκπλήρωσή τους, φοβούμενες τους λαούς, δεν κάνουν τίποτα για να τις διεκδικήσουν.
Ωστόσο, αυτά δεν σημαίνουν ότι η προβολή και υποστήριξή τους από τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι μάταιη. Πρώτ’ απ’ όλα, έχει μια παιδαγωγική αξία, στο να δείχνει έμπρακτα στους εργαζόμενους ότι οι κυρίαρχες ελίτ προωθούν την ολοκλήρωση με τους πλέον αντιδραστικούς τρόπους και ότι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από αυτές. Αλλά υπάρχει το ενδεχόμενο, αν βρεθούν αντιμέτωπες με μια ισχυρή αντεπίθεση του κινήματος, οι κυρίαρχες τάξεις να συναινέσουν σε αυτές και άλλες παρόμοιες μεταρρυθμίσεις, με την ελπίδα να ανακόψουν έτσι μια επαναστατική άνοδο και να τις ακυρώσουν στη συνέχεια. Αν αυτό συμβεί, το καθήκον του κινήματος δεν θα είναι να τους αντιταχθεί, αλλά να πείσει ότι είναι εντελώς προσωρινές και τα πράγματα δεν μπορεί να μείνουν εκεί για πολύ.
Στενά συνυφασμένο με το ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης είναι επίσης το ζήτημα των μορφών της και των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της.
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι αν δεν υπάρχει ή δεν βρίσκεται σε διαδικασία συγκρότησης μια ιστορική πρωτοπορία, και αν η πρωτοπορία αυτή δεν έχει στενούς δεσμούς με τις μάζες, η επαναστατική ανατροπή δεν είναι εφικτή. Ωστόσο, όπως τόνιζε ο Λένιν, η ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα δεν γίνεται στο στενά οικονομικό επίπεδο της ταξικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε εργαζόμενους και καπιταλιστές στην παραγωγή, αλλά στο επίπεδο της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης, η οποία αγκαλιάζει το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Αυτή η πάλη πάντα ξεκινά από τα προβλήματα που βάζει η ζωή στην ημερήσια διάταξη, τα οποία είναι σήμερα η φτωχοποίηση και οι ακραίες ανισότητες που γεννά η καπιταλιστική κρίση. Το γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα σε αυτή τη φάση βασίζεται σε ισχυρούς οργανισμούς με διεθνή εμβέλεια (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ), θέτει επί τάπητος τα ζητήματα του μεταβατικού προγράμματος και της ηγεμονικής παρέμβασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα (με τη θεμελιώδη προβληματική των Λένιν και Γκράμσι για το ρόλο των συμμαχιών), ώστε να καμφθούν οι δισταγμοί και το οργανωμένο εργατικό κίνημα να μπορέσει να αντιτάξει μια ανάλογα ισχυρή δύναμη. Από την εκπλήρωση αυτού του όρου, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες ιστορικές παραδόσεις κάθε χώρας, εξαρτώνται καθοριστικά και οι μορφές της επαναστατικής διαδικασίας (ειρηνική ή βίαιη, κοκ.).
Όπως ήδη σημειώθηκε, ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα αφορά τη δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας στην εποχή μας. Θα ξεκινήσει από μια, μερικές ή πολλές χώρες;
Το ερώτημα είχε συζητηθεί από τον Λένιν στο άρθρο του «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Ασκώντας πολεμική στον Τρότσκι, ο Λένιν διατύπωνε εκεί τη θέση ότι λόγω της ανισόμερης ανάπτυξης του καπιταλισμού το σπάσιμό του δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί ταυτόχρονα σε πολλές χώρες. Θα ξεκινούσε από λίγες ή και μια χώρα, που θα αποδεικνύονταν αδύνατοι κρίκοι του καπιταλιστικού συστήματος: «Η άνιση οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι ένας απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Συνεπώς, η νίκη του σοσιαλισμού είναι δυνατή αρχικά σε μερικές ή ακόμη και σε μια μόνο καπιταλιστική χώρα»47.
Ο Λένιν δεν αρνούνταν ασφαλώς ότι η επαναστατική εξέλιξη στην Ευρώπη θα μπορούσε να επιφέρει μελλοντικά μια ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία. Θεωρούσε όμως ότι η προοπτική αυτή, ακριβώς λόγω της άνισης ανάπτυξης και της ισχύος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ήταν πολύ απόμακρη, και ότι η μελλοντική ενοποίηση της Ευρώπης, αν γινόταν εφικτή, θα πραγματοποιούνταν πριν από τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις, πάνω στην υφιστάμενη καπιταλιστική βάση. Ο Τρότσκι αντίθετα προσέβλεπε σε μια λίγο-πολύ γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. Στην απάντησή του στο άρθρο του Λένιν υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι ενώ η επανάσταση θα ξεκινούσε «πάνω στην εθνική βάση», η αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών οικονομιών «κατευθείαν και άμεσα θα δημιουργούσε τις συνθήκες για τη συντονισμένη δράση του ευρωπαϊκού προλεταριάτου στην επανάσταση»48.
Η ιστορία δικαίωσε τον Λένιν και όχι τον Τρότσκι, του οποίου οι προβλέψεις αποδείχτηκαν υπεραισιόδοξες. Ωστόσο, η απάντηση του Τρότσκι περιείχε ένα σημαντικό σημείο, όταν υποδείκνυε ότι η ανισομέρεια δεν ήταν απόλυτη αλλά περιείχε και κάποια στοιχεία ισομέρειας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. «Ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη των διαφόρων χωρών», έγραφε, «είναι άνιση είναι εντελώς αδιαμφισβήτητο. Αλλά αυτή η ανισότητα είναι η ίδια εξαιρετικά άνιση. Τα καπιταλιστικά επίπεδα της Αγγλίας, της Αυστρίας, της Γερμανίας ή της Γαλλίας δεν είναι τα ίδια. Αλλά συγκρινόμενες με την Αφρική και την Ασία όλες αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν την καπιταλιστική “Ευρώπη”, η οποία έχει ωριμάσει για τη σοσιαλιστική επανάσταση»49. Σε γραπτά του της ίδιας περιόδου, ο Τρότσκι πρότεινε την ιδέα της ομοσπονδοποίησης χωρών με συμβατά επίπεδα ανάπτυξης όπου υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να διεξαχθεί η επανάσταση περίπου ταυτόχρονα, κάνοντας λόγο για Βαλκανική Ομοσπονδία, Παραδουνάβια Ομοσπονδία, κοκ.
Αυτή η προβληματική έχει σήμερα μια επίκαιρη διάσταση. Πραγματικά, ο πόλεμος του 1914-18 τόνισε και ανέδειξε στο έπακρο τις ιμπεριαλιστικές ανισομέρειες κάνοντας δυνατό το σπάσιμο της καπιταλιστικής αλυσίδας σε μόνο μια, τεράστια αλλά και καθυστερημένη χώρα, την τσαρική Ρωσία. Σε αντιπαράθεση, οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έχουν την τάση να δημιουργούν ομάδες χωρών με παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης και παρόμοια προβλήματα50. Μια τέτοια ομάδα είναι οι χώρες της ΕΕ που υποχρεώθηκαν λόγω της κρίσης να μπουν σε μνημόνια ή συναφείς διαδικασίες επιτήρησης, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία. Οι χώρες αυτές αποτελούν σήμερα τους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης και δέχονται το κύριο βάρος της κρίσης. Αυτό το περιστατικό, πέρα από επαναστατικές δυνατότητες στις συγκεκριμένες χώρες, κάνει ορατό το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού σπασίματος της Ευρωζώνης ή διαίρεσής της σε δυο ζώνες «διαφορετικής ταχύτητας».
Όλα αυτά υπονοούν μια ρεαλιστική πιθανότητα να ξεκινήσει η σοσιαλιστική μετάβαση όχι από μια, αλλά από μερικές ρημαγμένες από την κρίση χώρες, ως την πιο ευνοϊκή ιστορική δυνατότητα στο παρόν στάδιο. Η δυνατότητα μιας τέτοιας εξέλιξης υπογραμμίζεται από την εμπειρία της Αραβικής Άνοιξης και των κινημάτων των Αγανακτισμένων, όπου μια επαναστατική σπίθα που ξέσπασε φαινομενικά τυχαία σε ένα μέρος μεταφέρθηκε εξαιρετικά σύντομα σε ολόκληρες χώρες και ομάδες χωρών. Η ενίσχυση σήμερα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια σειρά χώρες του ευρωπαϊκού «Νότου» (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, κίνημα Ποντέμος στην Ισπανία, Σιν Φέιν στην Ιρλανδία, κ.ά.) και η διαφαινομένη προοπτική δημιουργίας αριστερών κυβερνήσεων είναι ένας παράγοντας που μπορεί να συντελέσει ουσιαστικά σε αυτή την κατεύθυνση.
4.4. ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Μια πλευρά της παγκόσμιας κατάστασης που δεν έχει εξεταστεί επαρκώς από τους μαρξιστές αφορά τις εθνικές και διεθνικές αντιθέσεις της παγκοσμιοποίησης. Οι εθνικές αντιθέσεις περιλαμβάνουν τις αποσυνθετικές τάσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό εθνικών κρατών ακόμη και της Δυτικής Ευρώπης, που είχαν παραμείνει σταθερά για εκατονταετίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσφέρουν τα εθνικιστικά κινήματα στη Σκοτία, την Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων, το Βέλγιο, την Ουκρανία, κοκ. Και περιλαμβάνουν επίσης εθνικές συρράξεις στις οποίες εμπλέκονται παραδοσιακά αντίζηλα έθνη-κράτη. Οι διεθνικές αντιθέσεις αφορούν σε αντιθέσεις μεταξύ ομάδων χωρών, είτε πρόκειται για ανταγωνιζόμενα καπιταλιστικά μπλοκ (ΕΕ, ΗΠΑ, BRICS) είτε για εντάσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων και των υπανάπτυκτων και καταπιεζόμενων χωρών (π.χ. εκείνες μεταξύ των ΗΠΑ και των χωρών της Λατινικής Αμερικής). Το σύνολο αυτών των αντιθέσεων διαπλέκεται με πρωτότυπο τρόπο, παράγοντας μια ασταθή διεθνή κατάσταση, από τις τάσεις της οποίας εξαρτώνται ισχυρά οι συγκεκριμένες προοπτικές της επανάστασης σε κάθε χώρα και περιοχή του πλανήτη.
Η συγκεκριμένη κίνηση των εθνικών και διεθνικών αντιθέσεων, έκφραση αλλά και παραμόρφωση ταυτόχρονα των ταξικών συγκρούσεων και διαιρέσεων, δεν μπορεί να προβλεφθεί θεωρητικά. Επιπρόσθετα, ακόμη και οι κλασικοί του μαρξισμού έτειναν ως ένα βαθμό να την υποτιμούν, ρίχνοντας μονόπλευρα το βάρος στους ταξικούς καθορισμούς. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αγνοούσαν τις εθνικές και άλλες περιπλοκές και ότι αρνούνταν τη σημασία τους.
Στα Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό ο Λένιν εκτιμά ιδιαίτερα θετικά τις προβλέψεις του Χόμπσον για την κίνηση των εθνικών αντιθέσεων και τα μελλοντικά αποτελέσματά τους. Ο Χόμπσον, ένας οξυδερκής μικροαστός κριτικός του ιμπεριαλισμού, παρουσίασε το 1902 την πολύ σημαντική μελέτη του για τον ιμπεριαλισμό. Εκεί αναφερόταν στην «ευρωπαϊκή ομοσπονδία των μεγάλων δυνάμεων» ως μια πιθανή μελλοντική προοπτική του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Εκτιμούσε αυτό το ενδεχόμενο ως μια αντιδραστική εξέλιξη, η πιθανότερη έκβαση της οποίας θα ήταν η δημιουργία μιας παρασιτικής ιμπεριαλιστικής αυτοκρατορίας που θα είχε πολλά κοινά με την Αρχαία Ρώμη στην παρακμή της. Ωστόσο, ο ίδιος σημείωνε ότι η υλοποίηση της κύριας αυτής καπιταλιστικής τάσης εξαρτιόνταν από τις αντιστάσεις που θα συναντούσε από τα καθυστερημένα έθνη και τους λαούς, επισημαίνοντας ως καθοριστική τη σύγκρουση ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα:
«[Η ομοσπονδία] αυτή όχι μόνο δεν θα προωθούσε τον παγκόσμιο πολιτισμό, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει έναν τεράστιο κίνδυνο δυτικού παρασιτισμού: ο ξεχωρισμός μιας ομάδας από προηγμένα βιομηχανικά έθνη, που οι ανώτερες τάξεις τους θα εισπράττουν τεράστιο φόρο υποτέλειας από την Ασία και την Αφρική και με τη βοήθεια αυτού του φόρου θα διατηρούν μεγάλες πειθήνιες μάζες υπαλλήλων και υπηρετών που δεν θα ασχολούνται πια με τη μαζική παραγωγή αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, αλλά με την προσωπική εξυπηρέτηση ή με δευτερεύουσα βιομηχανική εργασία κάτω από τον έλεγχο της νέας χρηματιστικής αριστοκρατίας… Τεράστια θα μπορούσε να επεκταθεί αυτό το σύστημα αν η Κίνα υποτασσόταν στον οικονομικό έλεγχο μιας παρόμοιας ομάδας χρηματιστών, επενδυτών κεφαλαίου, πολιτικών και εμποροβιομηχανικών υπαλλήλων τους, που θα αντλούσαν κέρδη από τη μεγαλύτερη σε δυναμικότητα δεξαμενή, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, με σκοπό να καταναλώνουν αυτά τα κέρδη στην Ευρώπη… Οι επιδράσεις… που κατευθύνουν σήμερα τον ιμπεριαλισμό της Δυτικής Ευρώπης κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση και, αν δεν συναντήσουν αντίδραση, αν δεν τραβηχτούν προς μιαν άλλη πλευρά, θα δουλεύουν προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης αυτού ακριβώς του προτσές. Εάν οι κυρίαρχες τάξεις στις δυτικές χώρες θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα συμφέροντά τους σε ένα παρόμοιο συνδυασμό… και αν η Κίνα αποδειχτεί όχι ικανή να αναπτύξει αρκετή δύναμη αντίστασης, τότε θα γίνει εντελώς χειροπιαστή η δυνατότητα του παρασιτικού ιμπεριαλισμού, που σε πιο πλατιά πλαίσια θα αναπαράγει πολλά χαρακτηριστικά της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»51.
Η πρόβλεψη του Χόμπσον περιείχε μια αστοχία, εφόσον θεωρούσε ότι η Ευρώπη θα διατηρούσε μελλοντικά την ηγετική θέση μεταξύ των καπιταλιστικών μεγάλων δυνάμεων. Ο Λένιν, όπως είδαμε, είχε συλλάβει ακριβέστερα την υποχώρηση της Ευρώπης σε ένα δεύτερο ρόλο. Ωστόσο, ο Χόμπσον εξέθετε με ακρίβεια τους όρους που θα έκαναν δυνατή τη μακροχρόνια σταθεροποίηση ενός παρασιτικού ιμπεριαλισμού, στο πρότυπο της Αρχαίας Ρώμης. Για να συμβεί αυτό, οι καθυστερημένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής θα έπρεπε να κρατηθούν σε ένα στάδιο υπανάπτυξης και υποταγής από τις συνασπισμένες μεγάλες δυνάμεις, που θα λεηλατούσαν τις πρώτες ύλες τους, διαιωνίζοντας έτσι την κυριαρχία τους. Μια τέτοια παρασιτική δομή θα ήταν δύσκολο να προσβληθεί, τόσο επειδή οι ευρωπαϊκοί λαοί θα ήταν σχετικά ικανοποιημένοι από τα λάφυρα, όσο και γιατί η κτηνώδης καταπίεση του υπανάπτυκτου τρίτου κόσμου θα έθετε ένα αποτελεσματικό εμπόδιο στα εκεί επαναστατικά κινήματα.
Η ιστορία έδειξε ότι ο καπιταλισμός, παρά τις επίμονες προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να υλοποιήσει αυτή την πιο ευνοϊκή για τον ίδιο και εφιαλτική για την ανθρωπότητα προοπτική. Χάρη στις επαναστάσεις στη Ρωσία, την Κίνα, και τα αντιαποικιακά κινήματα του 20ού αιώνα, η εξέλιξη τραβήχτηκε προς μια άλλη, θετικότερη κατεύθυνση. Στα τέλη του 20ού αιώνα η Κίνα, η Ινδία και αρκετές ακόμη χώρες, στη Λατινική Αμερική και αλλού, μπόρεσαν να αναπτυχθούν καπιταλιστικά με ανεξάρτητο τρόπο, παρά τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευσή τους από τον ιμπεριαλισμό. Αυτή είναι μια προο- δευτική εξέλιξη, καθώς συμπληρώνει σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο τις υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Ενώ η Οκτωβριανή Επανάσταση συντελέστηκε σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο συνολικά ανώριμο ακόμη για το σοσιαλισμό, σήμερα οι συνθήκες είναι αντικειμενικά ώριμες στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Από αυτή την άποψη, η μεγάλη συνεισφορά των επαναστάσεων του 20ού αιώνα ήταν ότι, ακόμη και αν δεν εκπλήρωσαν τους τελικούς σκοπούς τους, απέτρεψαν τα χειρότερα ενδεχόμενα και κράτησαν το δρόμο της ιστορίας ανοικτό.
Μια άλλη θετική εξέλιξη στην ίδια κατεύθυνση είναι η διαδικασία της περιφερειακής ολοκλήρωσης στη Λατινική Αμερική, που ξεκίνησε υπό την επίδραση της μπολιβαριανής επανάστασης στη Βενεζουέλα. Αν και καπιταλιστική, η ενοποίηση αυτή διεξάγεται με όρους σχετικής ισοτιμίας. Παραμένει, ωστόσο, ασθενική και εκτεθειμένη στις οικονομικές πιέσεις του ιμπεριαλισμού, που με την υπέρτερη ισχύ του τείνει να αποσυνθέσει τέτοια εγχειρήματα52. Η ουσιαστική παραπέρα πρόοδός της θα εξαρτηθεί από την έναρξη μιας σοσιαλιστικής προώθησης στην περιοχή.
Από την άλλη μεριά, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου στα 1989-91 είχε μια σειρά αρνητικά επακόλουθα. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποδιοργανώθηκαν οικονομικά και, παρά την κάποια αναζωογόνηση των οικονομιών τους την τελευταία κυρίως δεκαετία, μετατράπηκαν σε παραρτήματα του δυτικού καπιταλισμού. Στην ίδια την ΕΣΣΔ η καπιταλιστική παλινόρθωση δεν οδήγησε σε ένα κλασικού τύπου καπιταλισμό, αλλά στο βοναπαρτιστικό καθεστώς του Πούτιν. Το καθεστώς αυτό παρέχει ένα αντίστοιχο του κλασικού βοναπαρτισμού στην ιμπεριαλιστική περίοδο. Όντας το πιο αδύναμο μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, χαρακτηρίζεται από τις πιο ακραίες ανισότητες53, συγκεντρώνοντας στο εσωτερικό του τις αντιφάσεις που παρουσίαζε η τσαρική Ρωσία στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Στην Αφρική, σε αντίθεση με ό,τι συνέβηκε στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, ο ιμπεριαλισμός κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να διατηρήσει την ηγεμονία του, παρά τα επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν εκεί.
Τέλος, ένα από τα αρνητικά γνωρίσματα της εποχής μας είναι η έξαρση των εθνικιστικών ανταγωνισμών, που πυροδοτούνται συχνά από θρησκευτικές διαμάχες. Η ιστορία έδειξε ότι, σε διάσταση με κάποιες εκτιμήσεις των κλασικών, το εθνικό ζήτημα μπόρεσε να παίξει προοδευτικό ρόλο ακόμη και στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως συνέβηκε με τα αντιφασιστικά κινήματα αντίστασης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη περισσότερο ίσχυσε αυτό στις χώρες της Ανατολής που, όπως είχε προβλέψει ο Λένιν, ξεσηκώθηκαν στον αγώνα για την εθνική τους ανεξαρτησία. Τέτοια δίκαια εθνικά κινήματα εξακολουθούν να υπάρχουν και στην εποχή μας, όπως ο αγώνας των Παλαιστινίων ενάντια στο κράτος του Ισραήλ και των Κούρδων για την απόκτηση πατρίδας.
Συνολικά, ωστόσο, το τέλος του 20ού αιώνα και οι αρχές του 21ου γνώρισαν μια έξαρση των στείρων εθνικών ανταγωνισμών, που πυροδοτούνται από τις αντιφάσεις και τις ανισότητες της παγκοσμιοποίησης, αλλά και τη συνειδητή ιμπεριαλιστική πολιτική του διαίρει και βασίλευε. Στα Βαλκάνια, την Ουκρανία και άλλες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ, στο Ιράκ και πολλές άλλες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται καταστροφικές εθνικές και φυλετικές συγκρούσεις.
Στην εξέταση αυτών των εθνικών αντιθέσεων είναι πάντα αναγκαίο να γίνεται η διάκριση ανάμεσα σε ισχυρά και καταπιεζόμενα έθνη και εθνικότητες, στην οποία επέμενε ο Λένιν. Η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας από την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, τις δυο πιο πλούσιες περιοχές της Ισπανίας, δεν μπορεί να μπαίνει σε ίση μοίρα με τις εθνικές βλέψεις των Ουκρανών που γνώρισαν αιώνες εθνικής καταπίεσης από την τσαρική Ρωσία ή της Σκοτίας, που συγκριτικά είναι μια περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας κτυπημένη και υποβαθμισμένη από την αποβιομηχάνιση. Ωστόσο, η τάση αυτών των εθνικών κινημάτων είναι να διαιρούν και να αντιπαραθέτουν τις εργατικές τάξεις των αντίστοιχων χωρών, φέρνοντας στο προσκήνιο εθνικιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις. Η διαίρεση μιας χώρας όπως η Ισπανία σε έναν αριθμό μικρών κρατών είναι φανερό ότι θα έκανε αυτά τα νέα κράτη ακόμη περισσότερο υποχείρια του ιμπεριαλισμού, δυσχεραίνοντας ταυτόχρονα το συντονισμό τους με τις άλλες αδύναμες χώρες του Νότου σε ένα εγχείρημα σοσιαλιστικής μετάβασης. Αυτό το περιστατικό εξηγεί γιατί ο ιμπεριαλισμός, σε αντίθεση με την τακτική του στις αρχές του 20ού αιώνα, ευνοεί στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης τη δημιουργία νέων κρατών.
Συμπέρασμα
Έχουν περάσει 167 χρόνια από τότε που οι Μαρξ και Ένγκελς διακήρυξαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο στεντόρεια την προοπτική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας. Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, είναι αδύνατο να μη διαπιστώσει κανείς την αξιοσημείωτη αντοχή που επέδειξε ο καπιταλισμός και την ικανότητα να ανταπεξέρχεται στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας του από το σοσιαλιστικό κίνημα, αναπροσαρμόζοντας τις μορφές οργάνωσης και τις τακτικές του. Αλλά ταυτόχρονα η πορεία του καπιταλιστικού συστήματος δεν παύει να ακολουθεί τη σύμφυτη δυναμική που καθορίζουν οι οικονομικοί του νόμοι, οι οποίοι θέτουν όρια στις δυνατότητες προσαρμογής του.
Στον πάνω από ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε το καπιταλιστικό σύστημα πέρασε από φάσεις αστάθειας και σταθερότητας, στις οποίες αντιστοιχούν λίγο-πολύ οι κύκλοι του εργατικού κινήματος.
Την ταραγμένη περίοδο από τις αστικές επαναστάσεις του 1848 ως την Παρισινή Κομμούνα του 1871, τη διαδέχθηκε η ορμητική καπιταλιστική ανάπτυξη των χρόνων 1871-1914, που μέσα από την εθνική συσσώρευση και τη μονοπωλιοποίηση σηματοδότησε το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό. Η Πρώτη και η Δεύτερη Διεθνής ήταν οι οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις του εργατικού κινήματος στο συγκεκριμένο διάστημα. Αποτύπωσαν αντίστοιχα την πρώτη, ακόμη αναιμική, ανεξάρτητη εμφάνιση της εργατικής τάξης στην ιστορική σκηνή και τη μαζική είσοδό της στους κοινωνικούς αγώνες.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εγκαινίασε μια περίοδο οξείας αστάθειας του καπιταλισμού, η οποία, μεσολαβούμενη από την κρίση του 1929 και την άνοδο του φασισμού, διαρκεί ως το 1945 για να δώσει τη θέση της στη σχετικά ήρεμη κεϊνσιανή περίοδο, οι δομές της οποίας διατηρούνται ως τη δεκαετία του 1980. Η φάση αυτή σημαδεύεται από την Οκτωβριανή Επανάσταση –την πρώτη μεγάλη νικηφόρα επανάσταση του προλεταριάτου– τη νίκη των λαών ενάντια στο φασισμό, την παγκόσμια άνοδο των αντιαποικιακών και ριζοσπαστικών κινημάτων. Την προσδιορίζουν το έργο του Λένιν και οι παραδόσεις του μπολσεβικισμού, της Τρίτης Διεθνούς και του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ο ιμπεριαλισμός διατηρεί ακόμη την υπεροχή, σε συνδυασμό με τις αποσυνθετικές επιδράσεις της γραφειοκρατικοποίησης υπό τον Στάλιν, δίνουν τη νίκη στην αντίδραση, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού στα 1989-1991.
Ο θρίαμβος του καπιταλισμού ακολουθείται από μια 15ετία σχετικής σταθερότητας, στην οποία ηγεμονεύουν σε παγκόσμιο επίπεδο οι νεοφιλελεύθερες ελίτ, προωθώντας την παγκοσμιοποίηση και τη χρηματιστικοποίηση. Οι κυρίαρχες τάξεις γιορτάζουν τη φαινομενικά πλήρη επικράτησή τους με τους ιδεολόγους τους να αναγγέλλουν αυτάρεσκα το «τέλος της ιστορίας». Το επαναστατικό κίνημα, παρά κάποιες αναλαμπές, βρίσκεται σε γενική υποχώρηση και ο μαρξισμός ανακηρύσσεταιξεπερασμένος.
Και όμως, θα αρκέσουν δεκαπέντε μόλις χρόνια παντοκρατορίας του κεφαλαίου για να προκληθεί η μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός θα δείξει το πραγματικό πρόσωπό του με την ωμή επίθεση στο επίπεδο ζωής και τις κατακτήσεις των εργαζομένων. Η κρίση και οι πολιτικές λιτότητας πυροδοτούν σε όλο τον κόσμο αντιστάσεις και μεγάλα κινήματα και εξεγέρσεις αναπτύσσονται στον Αραβικό Κόσμο, τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη.
Το γενικό ισοζύγιο των εξελίξεων και η παγκόσμια κατάσταση σήμερα παρουσιάζουν έτσι μια ποικιλία από θετικές και αρνητικές τάσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι η εικόνα ενός στατικού ιμπεριαλιστικού παρασιτισμού που έχει κατορθώσει να εδραιώσει την ηγεμονία του. Ο παρασιτισμός του συστήματος μπορεί να εκδηλώνεται στη συγκέντρωση ενός τεράστιου μέρους του παγκόσμιου πλούτου από τις νεοφιλελεύθερες χρηματιστικές ελίτ, που λυμαίνονται την παγκόσμια οικονομία. Αλλά ταυτόχρονα, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας μέσα από τους σπασμούς και τις αναστατώσεις αναπτύχθηκαν φτάνοντας στο στάδιο της ωρίμανσης για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Σήμερα, η εργατική τάξη είναι πιο ισχυρή σε κοινωνικό επίπεδο από ό,τι ήταν πριν από 100 χρόνια, όταν διεξάχθηκε η πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση. Η ίδια η κρίση, ενώ εξασθενεί το καπιταλιστικό σύστημα, ενισχύει παραπέρα τις δυνάμεις της εργασίας, καθώς μεγάλες ομάδες τωνκαταστρεφόμενων μικροαστικών στρωμάτων πέφτουν στην κατάσταση των επισφαλώς εργαζόμενων και των ανέργων. Το γεγονός ότι οι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται ακόμη συχνά από τις παλιές, καθυστερημένες αντιλήψεις τους, αν και σημαντικό, δεν αναιρεί την κύρια κοινωνική δυναμική.
Η ίδια ένταση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης που διέκρινε τον καπιταλισμό στην εποχή του Μαρξ και του Λένιν, εξακολουθεί να τον διακρίνει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Η μαχητική έκκληση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!», δεν είναι λιγότερο επίκαιρη στις μέρες μας, από όσο όταν διακηρύχθηκε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική
Bonefeld, W. & Holloway, J. [eds] (1993) Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή. Μια μαρξιστική συζήτηση για το μεταφορντιστικό κράτος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα.
Bottomore, T. (1969), Ελίτ και Κοινωνία, Εκδόσεις 70-Πλανήτης, Αθήνα.
Brzezinski, Z. (1997), Η Μεγάλη Σκακιέρα, εκδ. Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα.
Hirsch, J. (1985), «Φορντισμός και μεταφορντισμός: η παρούσα κοινωνική κρίση και οι συνέπειές της», στο Bonefeld W. & Holloway J. [eds] (1993), Εξάντας, σελ. 16-50.
Κοτζιάς, Ν. (1995), Ευρωπαϊκή Ένωση: Ένα Σύστημα εν τω Γίγνεσθαι, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα.
Κατρούγκαλος, Γ. (2012), Η Κρίση και η Διέξοδος, εκδ. Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα.
Κουτσούκης, Κ. (1990), Η Πολιτική Ηγεσία, εκδ. Αναστασίου, Αθήνα.
Κωστόπουλος Τρ. (2010), Τοπική Κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
Λαπαβίτσας, Κ. κ.ά. (2010α), «Κρίση Ευρωζώνης: Η φτώχεια του δυνατού πτώχευση του αδυνάτου», εκδ. «Νόβολι», Αθήνα.
Λαπαβίτσας, Κ. (2010β), «Η δομική κρίση της περιφέρειας της ευρωζώνης», στο Ο Χάρτης της Κρίσης – Το Τέλος της Αυταπάτης, εκδ. Τόπος, Αθήνα.
Λαπαβίτσας, Κ. (2014), Κέρδος Χωρίς Παραγωγή. Πώς το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα μας Εκμεταλλεύεται Όλους, εκδ. Τόπος, Αθήνα.
Λένιν, Β.Ι. (1916), Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα (1964).
Λένιν, Β.Ι. (1915-16), «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό», Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 29.
Μαρξ, Κ., Το Κεφάλαιο, τόμοι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, εκδ. ΣΕ, Αθήνα. 148
Mills, W. (1991), The Power Elite (1956), μετάφραση στα ελληνικά Η Αριστοκρατία της Εξουσίας, εκδ. Αρσενίδης.
Μπλούντεν, Α., «Πλασματικό κεφάλαιο», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 1, σελ. 174-180.
Μπουχάριν, Ν. (1918), Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα (2004).
Negri, A. & Hardt, M. (2002), Αυτοκρατορία, εκδ. Scripta, Αθήνα.
Soros, G. (1998), Η Κρίση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα.
Πουλιόπουλος Π. (1934), Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2006), Αθήνα.
Τόλιος, Γ. (1991), Σύγχρονος Καπιταλισμός, Τάσεις Ανάπτυξης και Αντιθέσεις, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
Τόλιος, Γ. (1998), Συγκέντρωση Κεφαλαίου, Τραπεζικοί και Ασφαλιστικοί Όμιλοι στην Ελληνική Κοινωνία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα.
Τόλιος, Γ. (2009), Περιβάλλον και Αγροτική Πολιτική σε Συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Εναλλακτική Στρατηγική Αυτοδυναμίας Τροφίμων, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα.
Τόλιος, Γ. (2011), Κρίση, «Απεχθές Χρέος» και Αθέτηση Πληρωμών. Το Ελληνικό Δίλημμα, εκδ. Τόπος, Αθήνα.
Αγγλική
Argitis, G. (1996), Financial Capital, Monetary Policy and Income Distribution, Thesis submitted for the Ph.D. degree in Economics at the University of Cambridge.
Baran, P. & Sweezy, P. (1966), Monopoly Capital, New York, Monthly Review Press, ελληνική μετάφραση Μονοπωλιακός Καπιταλισμός, εκδ. Gutenberg, Αθήνα.
Bell, D. (1973), The Coming of the Post-Industrial Society, New York, Penguin Books (1974).
Callinicos, Α. (2010), Bonfire of Illusions, Policy Press, Cambridge, UK.
Choonara, J. (2009), «Marxist accounts of the current crisis», http://www.isj.org.uk/?id=557.
Freeman C. & Perez C. “Structural Crises of Adjustment, Business Cycles and Investment Behaviour”, στο G.Dosi et al. eds. Technical Change and Economic Theory, London: Francis Pinter, σελ. 38-66.
Gill, S. (1989), «American Hegemony and the Trilateral Commission», Cambridge, Cambridge University Press.
Gill,S. & Law, D. (1989), «Global hegemony and the structural power of capital», International Stu-dies Quarterly, 33, σελ. 475-99.
Harvey, D. (2014), 17 Contradictions and the End of Capitalism, Profile Books.
Herman, E.S. (1981), Corporate Control, Corporate Power, Cambridge, Cambridge University Press.
Heimann Ε. (1945), History of Economic Doctrines, New York, Oxford University Press.
Hilferding, R. (1910), Finance Capital, ed. Tom Bottomore, Routledge and Kegan Paul, London (1981).
Hobson, J. (1902), Imperialism. A Study, New York, Cosimo.
Hossein-Zadeh, Ι. (2010), «Beyond the Mainstream Explanations of this Recession: A Marxian Analysis». Against the Current, No 146, May-June.
Mazier, J. & Pascal, P. (2013), «In search of sustainable paths for the Eurozone in the trouble post – 2008 world», Cambridge Journal of Economics, 2013, 37, 513-532.
Piore, M. & Sabel, C. (1984), The Second Industrial Divide. Possibilities for Prosperity, New York: Basic Books.
Piven, F. (1995), «Is it Global Economics or Neo Laissez Faire?», New Left Review, 213, σελ. 107-15.
Sabel, C. (1982), Work and politics: the division of labor in industry, New York, Cambridge University Press.
Sweezy Ρ. (1942), The Theory of Capitalist Development: Principles of Marxian Political Economy, New York, Oxford University Press.
Tolios, Y. (2012), Eurozone Crisis, ‘odious debt’ and default of payments, ed. Topos, Athens.
Toussaint, E. (2010), «The Debt crisis hits harder in Europe than in the emergent countries of the South», http://www.cadtm.org/The-debt-crisis-hits-harder-in.
Weisskopf, T. (1981), «The current economic crisis in historical perspective», Socialist Review, 57, σελ. 9-53. 150
Σημειώσεις
1. Γύρω από το χαρακτήρα της κρίσης της δεκαετίας 1970, έχουν γίνει μεγάλες θεωρητικές συζητήσεις μεταξύ μαρξιστών και μη οικονομολόγων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Weisskopf, T. (1981), Hirsch, J. (1985), Gill, S. & Law, D. (1989), Bonefeld W. & Holloway, J. (1993), Piven, F. (1995), κ.ά.
2. Ο όρος φορντισμός καθιερώθηκε από τον Ιταλό μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι το 1934 στο δοκίμιό του «Αμερικανισμός και φορντισμός». Ένα πρόπλασμα του φορντισμού στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το τεϊλορικό σύστημα, το οποίο είχε κριτικάρει ο Λένιν.
3. Για αναλυτικότερη παρουσίαση του «φορντικού» και «μεταφορντικού» μοντέλου, βλέπε ειδικότερα Sabel, C. (1982), Hirsch, J. (1985), Piore, M. & Sabel, C. (1984), Freeman, C. & Perez, C. (1988), κ.ά.
4. Στη δεκαετία πριν την κρίση, η εισροή ξένων κεφαλαίων στις αναπτυγμένες χώρες ήταν αυξητική, ενώ με την κρίση είχαμε υποχώρηση και μετά πάλι άνοδο. Ειδικότερα το 2007 σε σύνολο εισροής 1.975 δις $ τα 1.310 πήγαν στις αναπτυγμένες χώρες, ενώ το 2009 από τα 1.197 δις πήγαν 606 και το 2011 από τα 1.524 δις τα 747. Αντίθετα οι ρυθμοί εισροής ξένων κεφαλαίων είναι πιο ισχυροί στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το 2007 η συγκεκριμένη εισροή ανήλθε σε 574 δις, το 2009 περιορίστηκε στα 519, για να ανέβει το 2011 στα 684 δις $. Ειδικότερα στις χώρες BRICS (Brazil, Russia, India, China, South Africa), από 240 δις $ το 2007, αυξήθηκε σε 256 το 2009 και σε 363 το 2011 (United Nations, World Investments Review, 2012, πίνακας Ι.1.).
5. Οι off-shore επενδυτικές δραστηριότητες εμφανίζονται με δύο μορφές. Τα off-shore financial centers ( OFCs) και τα special purpose entities ( SPEs), που είναι θυγατρικές πολυεθνικών και εξυπηρετούν κάποιο ειδικό σκοπό. Το 2012 το ύψος των επενδυτικών κεφαλαίων που διακινήθηκαν από τα υπεράκτια κέντρα (OFCs) ανήλθε σε 80 δις $ (UNCTAD, World Investment Report, 2013, σελ. 15).
6. Στην περίοδο 1996-2012, οι διασυνοριακές εξαγορές και συγχωνεύσεις (Cross-border M&As), από 932 περιπτώσεις ύψους 42 δις $ το 1996, ανέβηκαν το 2007 στις 1.918 ύψους 555 δις, μειώθηκαν λόγω κρίσης το 2008 στις 1.785 ύψους 322 δις, για να αυξηθούν σε αριθμό στις 2.229 ύψους μόνο 182 δις το 2012 (ό.π., πίνακας Ι.2, σελ. 14).
7. UNCTAD, (2007), “The Universe of the largest Transnational Corporations”, UN, New York and Geneva, σελ. 3-5.
8. Για αναλυτικότερη παρουσίαση βλ. Τόλιος Γ. (1998), σελ. 41-46.
9. The Banker, Ιούλιος, 1995.
10. Για εκτενέστερη ανάλυση βλ. Α. Callinicos, Α. (2010), σελ. 34.
11. Στοιχεία από το λήμμα «χρηματιστικοποίηση» της Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Financialization.
12. Για την έννοια του «πλασματικού κεφαλαίου» (fictitious capital), βλ. Κ. Μαρξ, «Κεφάλαιο», τόμ. ΙΙΙ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα (1978), σελ. 504-522 και 585-599, ενώ για τον ρόλο του στη σημερινή κρίση, βλ., επίσης, Hossein-Zadeh, Ι. (2010), Μπλούντεν, Ά. (2011), κ.ά.
13. Βλέπε Michael Roberts, «Debt matters», https://thenextrecession.files.wordpress.com/2012/11/debt-matters.pdf.
14. Από μαρξιστική άποψη, η βαθύτερη αιτία των κρίσεων βρίσκεται στο χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και ειδικότερα στην αντίθεση ανάμεσα «στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της». Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «η διεύρυνση ή μείωση της παραγωγής καθορίζεται όχι από το συσχετισμό της κοινωνικής παραγωγής με τις κοινωνικές ανάγκες των αναπτυγμένων ανθρώπων, αλλά από την ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας…. Καθορίζεται από το κέρδος και το συσχετισμό του κέρδους που φέρνει στο κεφάλαιο… Η παραγωγή ανακόπτεται όχι όταν το απαιτεί η ικανοποίηση των αναγκών, αλλά όταν αυτό απαιτεί η παραγωγή και η πραγματοποίηση του κέρδους» (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 283-84, ρωσική έκδοση). Στην παρούσα κρίση πρόκειται για «υπερπαραγωγή» ή «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίου, είτε με μορφή εμπορευμάτων, είτε αργούντων παραγωγικών μέσων και εργατικής δύναμης, είτε χρηματοπιστωτικής μορφής (πλασματικό κεφάλαιο), που αδυνατεί να αποφέρει στους κατόχους του ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος στην προκαταβεβλημένη αξία (αρχικό κεφάλαιο). Για τις σύγχρονες όψεις της κρίσης, βλ. Τόλιος Γ. (1998), σελ. 53-61.
15. Για πιο αναλυτικά, βλέπε Τόλιος, Γ. (2011).
16. Για αναλυτικότερη παρουσίαση, βλ. Τόλιος Γ. (1998), σελ. 35-41.
17. Στον οικονομικό τομέα, οι ντε φάκτο παράγοντες που ωθούν προς τη «διατλαντική αγορά», συνδέονται με το ευρύτερο πλέγμα οικονομικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Ειδικότερα το συνολικό διμερές εμπόριο αγαθών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ ανήλθε το 2011 σε 455 δις €, με θετικό ισοζύγιο για την ΕΕ γύρω στα 72 δις €. Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της ΕΕ εξάγοντας αγαθά αξίας 192 δις € (11% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ), ενώ η ΕΕ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής των ΗΠΑ πουλώντας αντίστοιχα 264 δις € αγαθά (17% των εξαγωγών της ΕΕ). Επίσης, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος συνεταίρος της ΕΕ στο εμπόριο υπηρεσιών εξάγοντας 138,4 δις € (29% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ), ενώ εισήγαγαν από την ΕΕ υπηρεσίες 143,9 δις € (24% των συνολικών εξαγωγών της ΕΕ). Οι συγκεκριμένες ανταλλαγές συμπληρώνονται από ένα δυναμικό επενδυτικό κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών. Το 2011 οι αμερικάνικες εταιρίες επένδυσαν στην ΕΕ γύρω στα 150 δις €, ενώ οι εταιρίες από την ΕΕ επένδυσαν στις ΗΠΑ 123 δις €. Ταυτόχρονα το 2011 το συνολικό απόθεμα επενδύσεων των ΗΠΑ στην ΕΕ ξεπέρασε τα 1,3 τρις €, ενώ της ΕΕ στις ΗΠΑ τα 1,4 τρις € (πηγή: «Independent study outlines benefits of EU-US trade agreement», European Commission - http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO- 13-211_en.htm, 12/03/2013).
18. Οι πρακτικές λόμπι (lobby) ή λομπισμός (lobbying) μπορούν να οριστούν ως η εκπροσώπηση οικονομικών συμφερόντων σε δημόσιες αρχές και φορείς ή σε δημόσια πρόσωπα, διαμέσου τρίτων προσώπων, των λομπιστών (lobbyists), προς άσκηση πίεσης και επηρεασμού των αποφάσεων υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων, επιχειρηματικών ενώσεων ή ξεχωριστών εταιριών (αναλυτικότερα βλ. Τόλιος Γ. [2009], σελ. 111-124).
19. Για αναλυτικότερη παρουσίαση των διαφόρων θεωριών περί ελίτ, βλέπε σχετικά, Bottomore, (1969), Mills, (1956), Κουτσούκης, (1990), Τόλιος (1998), κ.ά.
20. Από το σύνολο των 1.426, δισεκατομμυριούχων οι 442 ήταν από τις ΗΠΑ, 386 από την Ασία- Ειρηνικό, 366 από την Ευρώπη, 129 από την Αμερική (εκτός ΗΠΑ) και 103 από τη Μ. Ανατολή- Αφρική, www.forbes.com/billionaires.
21. Credit Suisse, «Global Wealth Report», 2013, www.credit-suisse.com.
22. Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμ. Ι, εκδ. ΣΕ, Αθήνα, σελ. 787.
23. Ανάμεσα στις πλέον γνωστές Λέσχες είναι: Club Bilderberg, Club de Madrid, Club of Rome, κ.ά., ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν οι ετήσιες συναντήσεις του World Economic Forum στο Νταβός της Ελβετίας, οι συναντήσεις μεταξύ ηγετών των G-8 και G-20, κ.ά.
24. Το «Ευρωπαϊκό Στρογγυλό Τραπέζι» (ERT), είναι ένα φόρουμ των 50 προέδρων των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιριών της Ευρώπης που καλύπτουν κυρίως τους τομείς βιομηχανίας και νέων τεχνολογιών. Οι εταιρίες-μέλη του ERT, έχουν επιχειρηματικά δίκτυα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με κύκλο εργασιών που υπερβαίνει ετησίως τα 1.300 δις € και απασχολούν 6,8 εκατομμύρια άτομα. Επενδύουν κάθε χρόνο πάνω από 51 δις € στην «Έρευνα & Ανάπτυξη» (R&D) κυρίως στην Ευρώπη, ποσό που αντιστοιχεί στο 18% των κονδυλίων R&D σε όλη την ΕΕ. Πρόεδρος του ERT από το 2009 είναι ο Leif Johansson, πρόεδρος της πολυεθνικής Ericsson. Για τα στοιχεία αυτά, βλέπε www.ert.eu.
25. Για τις αντιφάσεις αυτού του αρχικού σταδίου, βλέπε Ε. Μαντέλ, «Ο διεθνής καπιταλισμός και οι υπερεθνικοί θεσμοί», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 13, σελ. 233-56.
26. Βλ. Κωστόπουλος, Τρ. (2010), σελ. 23.
27. K. Kautsky, «Ultra-imperialism», http://www.marxists.org/archive/kautsky/1914/09/ultra-imp.htm.
28. K. Kautsky, «War and Peace», https://www.marxists.org/archive/kautsky/1911/04/war1911.htm.
29. Εισαγωγή του Λένιν στο Ν. Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία (2004), σελ. 18, 16-17.
30. Στο ίδιο, σελ. 18.
31. Λένιν, «On the Slogan for a United States of Europe», https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/aug/23.htm.
32. Λένιν, Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 28, σελ. 408. Ο Λένιν παραθέτει από το βιβλίο του Χόμπσον για τον ιμπεριαλισμό.
33. Στο ίδιο, σελ. 409.
34. Η κλασική σύνοψη αυτών των προσεγγίσεων δόθηκε από τον D. Bell (1974). Το κοινό υπέδαφός τους ήταν η υπερεκτίμηση της σταθεροποίησης του καπιταλισμού από την ενδυνάμωση των μεσοστρωμάτων, που καταστρέφονται πλέον μαζικά, κατά την κεϊνσιανή περίοδο. Στην πράξη, κάτω από την αταξική φρασεολογία τους, προετοίμασαν το πέρασμα στο νεοσυντηρητισμό- νεοφιλελευθερισμό, ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του οποίου ήταν και ο Ντ. Μπελ.
35. Για τα παραθέματα και εκτενέστερη ανάλυση, βλέπε Mashir, Α.-Μ. (2003), «The illusions of Empire»,http://monthlyreview.org/2004/06/01/the-illusions-of-empire/.
36. «Henry Kissinger on the Assembly of a New World Order», http://online.wsj.com/articles/henry-kissinger-on-the-assembly-of-a-new-world-order-1409328075.
37. Στο ίδιο.
38. Στο ίδιο.
39. Για πιο αναλυτικά, βλ. Πρ. Πατνάικ, «Σημειώσεις για το σύγχρονο ιμπεριαλισμό», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 15, σελ. 147-150.
40. Βλ. Ντ. Κοτζ, «Η μαρξιστική θεωρία της κρίσης και η οξύτητα της παρούσας κρίσης», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 2, σελ. 284-299.
41. Για πιο αναλυτικά, βλ. Λαπαβίτσας (2014).
42. Foster, J. B. (2013), «The epochal crisis – the combined capitalist economic and planetary ecological crises», http://links.org.au/node/3547.
43. Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό της ιδιοποίησης, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής, που στην ουσία απορρέουν από τη σύμφυτη δυναμική του κεφαλαίου (παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με μορφή κέρδους, τόκου ή γαιοπροσόδου). Οι κυριότερες από αυτές είναι: α) η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (η απορρόφηση της παραγωγής προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων), β) η αντίθεση μεταξύ οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και αναρχίας της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας, γ) η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου της καπιταλιστικής παραγωγής» που οδηγεί σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, με αποτέλεσμα η μάζα της ιδιοποιούμενης υπεραξίας από κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο να μειώνεται και κατ’ επέκταση να μειώνεται το μέσο ποσοστό κέρδους.
Για μια αποτίμησή του, βλ. J. Gill, στο http://www.morningstaronline. co.uk/a-840d-Book-review-17-Contradictions-and-the-End-of-Capitalism-by-David-Harvey#.VGYrQTSsWz5. Ο Τζιλ σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι στο βιβλίο «δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αναφορά… του ιμπεριαλισμού», ενώ η άνιση ανάπτυξη πραγματεύεται χωρίς στήριξη στις μαρξιστικές προσεγγίσεις της, από τους Χίλφερντινγκ, Τρότσκι, κ.ά.
45. Για τις σχετικές απόψεις του Λένιν βλ. εκτενέστερα Χρ. Κεφαλή, «Ο Λένιν για τη διαλεκτική δημοκρατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης: ιστορικές και επίκαιρες όψεις», στη συλλογή Θεωρία της Μετάβασης και Σοσιαλιστική Εναλλακτική, εκδ. Τόπος, 2015 (υπό έκδοση).
46. Για τυπικές συνόψεις αυτής της ακραία σεκταριστικής προσέγγισης, βλ. Μαΐλης, Μ., «Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε από την Ιστορία της κρίσιμης δεκαετίας 1940-1949», Ριζοσπάστης, 26/10/2014 και Μαρίνος, Γ., «Ο σοσιαλισμός, η μοναδική λύση που μπορεί να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες», Ριζοσπάστης, 16/11/2014.
47. Lenin, V.I., «On the slogan for a United States of Europe», https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/aug/23.htm.
48.Trotsky, L., «The Program of Peace. The Socialist United States of Europe», http://www.marxists.org/history/etol/newspape/fi/vol05/no09/trotsky.htm.
49. Στο ίδιο.
50. Μια πρόσφατη μελέτη ειδικών της Bundesbank υποστηρίζει ισχυρά αυτή την υπόθεση, διαπιστώνοντας αναφορικά με την οικονομική σύγκλιση στην ΕΕ: «Δεν βρίσκουμε συνολική πραγματική σύγκλιση του κατά κεφαλή εισοδήματος στην ΕΕ. Αυτό το αποτέλεσμα είναι συμπαγές σε κάθε χρονικό ορίζοντα που εξετάστηκε. Αντί γι’ αυτό, ανακαλύπτουμε ομάδες χωρών που συγκλίνουν σε διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος μακροχρόνια». Οι συγγραφείς χωρίζουν αυτές τις ομάδες ως εξής: Αυστρία, Ιρλανδία, Ολλανδία και Σουηδία (α΄ ομάδα)· Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο (β΄ ομάδα)· Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία (γ΄ ομάδα). Στη β΄ ομάδα προστίθενται η Εσθονία και η Σλοβενία από το 1996, ενώ στη γ΄ ομάδα η Λετονία, η Τσεχία, η Λιθουανία και η Σλοβακία. Τέλος, μια πέμπτη ομάδα περιλαμβάνει την Κύπρο, την Πορτογαλία και χώρες όπως οι Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, κ.ά.
(βλ. Borsi, Μ. Τ. & Metiu, Ν. (2013). «The evolution of economic convergence in the European Union», http://www.bundesbank.de/Redaktion/EN/Downloads/Publications/Discussion_Paper_1/2013/2013_08_13_dkp_28.pdf?__blob=publicationFile).
Αυτά τα ευρήματα πιστοποιούν τη συνεχιζόμενη άνιση ανάπτυξη στο εσωτερικό της ΕΕ, η οποία, ωστόσο, τείνει να δημιουργεί ομάδες χωρών με συγκρίσιμα επίπεδα και δυναμικές ανάπτυξης.
51. Λένιν, Β.Ι., Άπαντα, τόμ. 28, σελ. 413. Ο Λένιν σημειώνει «σωστά» δίπλα στην καταληκτική πρόγνωση του Χόμπσον.
52. Ο Χόμπσον είχε ήδη μια αίσθηση αυτού όταν έγραφε ότι «ο νέος ιμπεριαλισμός σκοτώνει την ομοσπονδία των ελεύθερων αυτοδιοικούμενων κρατών: ίσως οι αποικίες να στρέψουν σ’ αυτό την προσοχή τους όμως θα συνεχίσουν τον παλιό δρόμο τους» (παρατίθεται από τον Λένιν, στα Άπαντα, τόμ. 28, σελ. 409).
53. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της Credit Suisse, «η Ρωσία έχει το πιο υψηλό επίπεδο ανισότητας του πλούτου στον κόσμο, εξαιρώντας μερικά μικρά έθνη της Καραϊβικής με κατοίκους εκατομμυριούχους», «Russia’s wealth inequality one of the highest in the world», 10/9/2013,http://www.huffingtonpost.com/2013/10/09/russia-wealth-inequality_n_4070455.html.
*Ο Γιάννης Τόλιος είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και συντονιστής του ΜΑΧΩΜΕ. Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Το παρόν άρθρο περιλαμβάνεται στη Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 16, σελ. 103-150.
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015
*αναδημοσίευση από το Iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου