............................................................................................................Social & Political Scinces
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
.......................«Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».

Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833)

γιατρός και φιλόλογος, από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού διαφωτισμού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

..."Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη... Νίκος Μπελογιάννης

ΥΦΟΣ

ΥΦΟΣ
............................................................. ΥΦΟΣ Γράμματα, τέχνες, βιβλίο, πολιτισμός

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Νίκος Πουλαντζάς ένας κορυφαίος μαρξιστής διανοητής

   Για τον Νίκο Πουλαντζά   

    Κοινωνική Θεωρία

του Σίμου Ανδρονίδη

«Κι ένα βουνό Είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να τ’ ακούσεις». 
(Νικηφόρος Βρεττάκος, ‘Πλούτος’, 2008).

Ο Νίκος Πουλαντζάς θεωρείται ο κορυφαίος μαρξιστής διανοητής του 20ου αιώνα. Εμπλούτισε την μαρξιστική κοσμοθεωρία, προσφέροντας μας τα μεθοδολογικά και επιστημονικά εργαλεία ανάλυσης του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Μετατόπισε την μαρξιστική θεωρία προς το πεδίο του κράτους, «εντοπίζοντας» το άμεσο «κρατικό αποτύπωμα»: το κράτος αποτελεί την υλική «όψη», την υλική αποτύπωση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας και της λαϊκής-εργατικής τάξης. Κι είναι εξαιρετικά «κρυστάλλινες» και διαυγείς οι αναλύσεις για τον κρίσιμο και «κρισιακό» ρόλο του κράτους, το οποίο «εδαφικοποιεί» και «πολιτικοποιεί» άμεσα την οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης.
«Έτσι, η σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού Κράτους απορρέει απ’ την κυρίως πολιτική λειτουργία του απέναντι στις διάφορες τάξεις ενός σχηματισμού που κυριαρχείται απ’ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και πιο συγκεκριμένα: α) Απ’ το ρόλο του σαν παράγοντα πολιτικής οργάνωσης των κυρίαρχων τάξεων, που συνήθως εξ αιτίας της απομόνωσης των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, της διαίρεσης σε μερίδες της αστικής τάξης, κ.λ π., είναι ανίκανες να ανυψωθούν με τα δικά τους μέσα στο ηγεμονικό επίπεδο απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις. Ακριβώς μ’ αυτό το νόημα πρέπει να κατανοήσουμε τις συχνές εκφράσεις των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν για το Κράτος σαν «οργάνωση της κυρίαρχης τάξης», ή σαν οργάνωση ταξικής κυριαρχίας».
β) Απ’ το ρόλο του σαν παράγοντα πολιτικής αποδιοργάνωσης, δηλαδή εμπόδιου στην οργάνωση σε «αυτόνομο» πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης. Η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, η πολιτική της πάλη, είναι ένας παράγοντας που καθιστά αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα εμποδίζει, την ηγεμονική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων. Στην περίπτωση αυτή, το Κράτος οργανώνει πολιτικά αυτές τις τελευταίες, προσπαθώντας παράλληλα να αποδιοργανώσει πολιτικά την εργατική τάξη. Το σταθερό αποτέλεσμα απομόνωσης, εκδηλωμένο απ’ την οικονομική πάλη της εργατικής τάξης καθιστά αναγκαία την πολιτική οργάνωση αυτής της τάξης σε αυτόνομο κόμμα που πραγματοποιεί την ενότητα της».[1]
Το κράτος λοιπόν, εγγράφει τα χαρακτηριστικά μίας «διφυούς» λειτουργίας: 1. Οργανώνει πολιτικά και ιδεολογικά την «υλικότητα» της αστικής τάξης, συγκροτώντας την σε ενιαίο πολιτικό «όλον» και διαμορφώνοντας το νομικό πλαίσιο για την «εδαφικοποίηση» της κυριαρχίας της. 2. Την ίδια στιγμή, δύναται να αποδιοργανώσει την πολιτική πάλη της εργατικής τάξης, παρεμβαίνοντας στους χώρους αναπαραγωγής της «μη κυριαρχίας» της εργατικής τάξης και χρησιμοποιώντας τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς με στόχο τον «ποιοτικό υποπροσδιορισμό» του ρόλου και της παρέμβασης της εργατικής τάξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Νίκος Πουλαντζάς προχώρησε ένα βήμα τις θεωρητικές επεξεργασίες των κλασικών του μαρξισμού. Το κράτος, ακριβώς για να οργανώσει καλύτερα την δεδομένη και προσίδια «υλικότητα» του αστικού μπλοκ εξουσίας, τείνει να παρουσιάζεται και να προτάσσει το κρίσιμο συγκείμενο της «αυτονομίας». Έτσι, ενσωματώνοντας τα χαρακτηριστικά της έννομης τάξης, της κανονιστικής συγκρότησης, ρύθμισης και οργάνωσης της πολιτείας (Σύνταγμα), το κράτος παρουσιάζεται ως το άμεσο «σχεσιακό» αποτέλεσμα ενός κοινωνικού «συμβολαίου».
Με αυτόν τον τρόπο, δύναται να εμπεδώσει και να εμβαθύνει τις «υλικές γωνίες» κυριαρχίας του αστικού συγκροτήματος εξουσίας, διασφαλίζοντας και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του. Σε αυτή την περίπτωση, και μέσω του φορτισμένου συγκείμενου της «αυτονομίας», το κράτος ως κοινωνική «χάρτα» παραχωρεί δικαιώματα στις υποτελείς τάξεις. Εδώ βέβαια, πρέπει να συνυπολογίσουμε τον παράγοντα της ταξικής πάλης και της ταξικής-κοινωνικής «πίεσης» η οποία μεταβάλλει το όλο πεδίο ρύθμισης των κοινωνικών-ταξικών σχέσεων. Ο Νίκος Πουλαντζάς απέδειξε και κατέδειξε θαυμάσια ότι το κράτος επιτελεί τα καθήκοντα του «ύστατου» πολιτικού «καταφυγίου» της κυρίαρχης τάξης, ήτοι επιτελεί τα καθήκοντα του ύστατου πολιτικού της «κόμματος», όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Σε κρίσιμες και «κρισιακές» στιγμές, όταν τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα αδυνατούν να ενσωματώσουν, αρθρώσουν και να συναρθρώσουν το όλον των ταξικών συμφερόντων, της ισχύος και της «πίεσης» του συγκροτήματος εξουσίας, το κράτος διαρθρώνεται σε πολιτικό «όλον» που περικλείει και ενσωματώνει μία δεδομένη ταξικότητα και «υλικότητα». Στην Ελλάδα της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, υπήρξαν στιγμές διάρρηξης της ταξικής (αστικής) ενότητας στο εσωτερικό των κυρίαρχων κομμάτων.
Το 2011, χρονιά όξυνσης των διαδηλώσεων κατά των πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας, συντελέστηκε η προσίδια πολιτική «λειτουργία» του κράτους. Λίγους μήνες μετά τις διαδηλώσεις των ‘Αγανακτισμένων’ στην Πλατεία Συντάγματος και λίγες ημέρες μετά τις διαδηλώσεις και τις αποδοκιμασίες κατά την διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου, η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου, λόγω της λαϊκής πίεσης και της αδυναμίας της να αρθρώσει την πολιτική του δημοψηφίσματος σε «ενοποιητικό» όλον στο εσωτερικό του κόμματος ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε να παραιτηθεί.
Οι διεργασίες που ακολούθησαν κατέληξαν στη συγκρότηση της κυβέρνησης «εθνικής» ενότητας, με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο. Κι ήταν ο σχηματισμός της κυβέρνησης «εθνικής» ενότητας που αποκρυστάλλωσε τον τύπο του «κρατικού-πολιτικού» κόμματος. Η μη δυνατότητα άρθρωσης της αστικής ηγεμονίας στο εσωτερικό των τότε κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων (κυρίως του ΠΑΣΟΚ), οδήγησε στην «ενοποιητική» συνάρθρωση κοινωνικών συμφερόντων στο εσωτερικό τριών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ & ΛΑΟΣ), υπό την αιγίδα του κράτους.
Το κράτος διαμεσολάβησε συγκεκριμένα και φορτισμένα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα, ρύθμισε το όλον της κυρίαρχης τάξης, «αποσυμπίεσε» την κοινωνική-εργατική διαπάλη, και εκείνες τις κρίσιμες ημέρες των κομματικών διεργασιών, οργάνωσε και «ανύψωσε» το κοινωνικό «φορτίο» του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Η πολιτική αδυναμία του τότε κυρίαρχου ΠΑΣΟΚ, συνέβαλλε σε μία ριζική και δομική μετατόπιση της αστικής εκφοράς προς την πλευρά του κράτους. Το κράτος-«πηδαλιούχος» της κοινωνικής «ολότητας» ανέλαβε την εκ νέου δόμηση των αστικών κοινωνικών συμφερόντων, μετατοπίζοντας και «κατανέμοντας» ισομερώς την εκπροσώπηση των αστικών κοινωνικών συμφερόντων.[2]
Οι αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά είναι εξαιρετικής σημασίας για την κατανόηση και την ερμηνεία του κοινωνικού «είναι». Ο Νίκος Πουλαντζάς ανέλυσε τους προσίδιους μετασχηματισμούς της κρατικής δομής, εστιάζοντας στην ανάδυση της μορφής ενός περιώνυμου «αυταρχικού κρατισμού». Η έννοια και η πράξη του «αυταρχικού κρατισμού» συμπυκνώνει μία μορφή μετασχηματισμού του κράτους προς την κατεύθυνση συγκρότησης μίας κρατικής «υπερδομής». Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος «απορροφά» τα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά του, προτάσσοντας κύρια και καίρια την συνάρθρωση μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και δραστηριοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών του.
Σε συνθήκες κρίσης, η δραστηριοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών αποδεικνύει το εύρος της επιδίωξης «αποικιοποίησης» του πεδίου του κοινωνικού, από πλευράς κράτους. Ο «αυταρχικός κρατισμός» συνίσταται σε μία περισσότερο τυπική και όχι ουσιαστική λειτουργία των θεσμών, την στιγμή που οι καταπιεστικοί μηχανισμοί του κράτους αρθρώνουν το εύρος και το πλαίσιο της λειτουργίας του. Αν οι θεσμοί «τυπικοποιούνται» τότε οι καταπιεστικοί μηχανισμοί «ουσιαστικοποιούνται», αναδιαμορφώνοντας και επαναχαράσσοντας τα όρια της κρατικής-ταξικής κυριαρχίας. Ο Νίκος Πουλαντζάς έγραψε για τους «θεσμούς οργανωμένης φυσικής καταπίεσης». «Αυτή η καταπίεση, κοινωνικά οργανωμένη, αποτελεί ένα απ’ τα χαρακτηριστικά κάθε σχέσης της εξουσίας».[3]
Η παραπάνω επισήμανση του Νίκου Πουλαντζά αποκτά εξαιρετικά κρίσιμη σημασία. Η σημερινή ενεργοποίηση των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους «αποτελεί ένα απ’ τα χαρακτηριστικά κάθε σχέσης της εξουσίας». Σε αυτή την περίπτωση, συντελείται, στο πεδίο του κοινωνικού, η «αυταρχικοποίηση» της κρατικής μορφής, με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς να αποτελούν εκείνο το «κρίσιμο» σχεσιακό «αποτύπωμα» της αυταρχικής ανασημασιοδότησης του κοινωνικού «χώρου». Με άλλα λόγια διατυπωμένο, οι καταπιεστικοί μηχανισμοί, ως σχέση εξουσίας, αντανακλούν την ισχύ και την δύναμη της κρατικής ρύθμισης και επιβολής. Είναι εξόχως χαρακτηριστική και αποκαλυπτική συνάμα η δραστηριοποίηση τους την ημέρα της επετείου του Πολυτεχνείου.
Ο Νίκος Πουλαντζάς έχοντας ενσωματώσει οργανικά το μαρξιστικό-επιστημονικό «όλον» μας προσέφερε «λαμπρές» αναλύσεις του φασιστικού φαινομένου. Το έργο του ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό’ αποτελεί και είναι ένα ολόκληρο θεωρητικό, μεθοδολογικό και αναλυτικό «παλίμψηστο» μέσω του οποίου δύναται να αποκωδικοποιηθεί το φασιστικό φαινόμενο. Ανέλυσε το εύρος της φασιστικής παρέμβασης, τις σχέσεις εκπροσώπησης και άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων που συγκρότησαν το φασιστικό κόμμα της Ιταλίας και το εθνικοσοσιαλιστικό (ναζιστικό) κόμμα της Γερμανίας, εστίασε στο πεδίο της κίνησης των κοινωνικών τάξεων, μίλησε για το φασιστικό κράτος ως «κράτος εκτάκτου ανάγκης», ενώ, την ίδια στιγμή, στηλίτευσε τις θεωρητικές αδυναμίες της Τρίτης Διεθνούς.
«Εκείνο που εξειδικεύει μάλιστα τον φασισμό είναι ότι, λόγω της ιδιαίτερης κρίσης στην οποία αντιστοιχεί, εξουδετερώνει πρώτα τις διχογνωμίες που υπάρχουν εξαιτίας του στον κρατικό μηχανισμό καταστολής, και φτάνει έτσι «συνταγματικά» στην εξουσία. Η εξουδετέρωση οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι, τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία εκφασισμού, οι λαϊκές μάζες έχουν ήδη υποστεί διαδοχικές ήττες, και τη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία, ο φασισμός έχει ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη ή την ουδετερότητα του συνόλου του άρχοντος συγκροτήματος».[4]
Στην ανάλυση του Νίκου Πουλαντζά ο φασισμός νοείται ως «ολικό» φαινόμενο που απέχει από την απλή και άμεση κατηγοριοποίηση και οργανική του σύμφυση με το άρχον συγκρότημα εξουσίας. Πάντα, οφείλουμε να εστιάζουμε στην διαδικασία «εκπλάτυνσης» του φασισμού. Η κοινωνική, πολιτική και εκλογική παγίωση του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής επιβάλλει την χρησιμοποίηση του θεωρητικού-επιστημονικού «οπλοστασίου» του Νίκου Πουλαντζά.
«Η φιλεργατική πλευρά της φασιστικής ιδεολογίας (που πρόσεξε άλλωστε και η Διεθνής) είναι ολοφάνερη. Επιβιώνει κι όταν ο φασισμός βρίσκεται στην εξουσία, αλλά παρακμάζει κατά την περίοδο της σταθεροποίησης του. Τότε προωθείται η αμιγής «μικροαστική» πλευρά, με τη μορφή τηςσυντεχνιακής ιδεολογίας. Κι εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα απ’ ότι φαίνονται. Η συντεχνιακή ιδεολογία του κατεστημένου φασισμού παρουσιάζει πολλές πλευρές: α) μια πλευρά, προωθούμενη από τον φασισμό στην ύπαιθρο, που συντίθεται από αυθεντικά κατάλοιπα της φεουδαρχικής ιδεολογίας, από τη μυστικοποιημένη προβολή κάποιας «κοινότητας» προσωπικών δεσμών. Η λειτουργία της πλευράς αυτής συνίσταται στην απόκρυψη της εκμετάλλευσης και της ταξικής καταπίεσης».[5]
Κι εδώ εντοπίζεται το κρίσιμο σημείο. Η Χρυσή Αυγή, προβάλλοντας το πρόταγμα και το σημαίνον μίας «υγιούς ελληνικότητας» απαλλαγμένης από όλα τα «μιαρά στοιχεία», απεντάσσει και αποκρύπτει την έννοια και την ουσία της ταξικής εκμετάλλευσης, στρεφόμενη προς την κατεύθυνση δόμησης ενός «εθνικού» καπιταλισμού. Το σπουδαίο έργο του Νίκου Πουλαντζά είναι πάντα ενεργό και επίκαιρο. Αντί επιλόγου, ας κλείσουμε το παρόν κείμενο με τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά για τον τρεηντ-γιουνιονιστικό κίνδυνο που απειλούσε την αγγλική εργατική τάξη. Αυτή η απειλή ενυπάρχει και σήμερα. «Για το αγγλικό εργατικό κίνημα, πρόκειται για τον τρεηντ-γιουνιονιστικό κίνδυνο, που έχει ήδη εκδηλωθεί στις συντεχνιακές αντιλήψεις των Χαρτιστών και Ρ. Όουεν. Συνίσταται στο να δίνει την πρωτοκαθεδρία του ταξικού αγώνα στο οικονομικό επίπεδο, στη συνδικαλιστική πάλη, και να παραμελεί την πολιτική πάλη για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας».[6]

________________
Σημειώσεις:

[1] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις’, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 154-155. Ο Νίκος Πουλαντζάς εντοπίζει και έναν τρίτο παράγοντας νοηματοδότησης του ρόλου του κράτους. Το κράτος, λειτουργώντας ως «υλικό σημείο αναφοράς», τείνει να ενσωματώνει τα λειτουργικά-κοινωνικά συμφέροντα της μικροαστικής τάξης, υπερπροσδιορίζοντας πολιτικά και ιδεολογικά αυτή την ενδιάμεση τάξη. Ο Νίκος Πουλαντζάς χρησιμοποιεί τον όρο τάξεις-στηρίγματα. Οι τάξεις-στηρίγματα συμβάλλουν στην προσίδια σταθεροποίηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, καθότι τείνουν να εγκολπώνονται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, θα λέγαμε ότι αποτελούν τάξεις-δίκτυα, οι οποίες υιοθετούν και «δικτυώνουν» τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, επιτελώντας καθήκοντα κοινωνικού και ιδεολογικού «σταθεροποιητή». Και ο ρόλος αυτών των τάξεων είναι ιδιαίτερα σύνθετος διότι ενώ «εγγίζουν» το πλαίσιο παρέμβασης της εργατικής τάξης, την ίδια στιγμή, που προσιδιάζουν στον κεφαλαιοκρατικό τύπο.
[2] Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Βελγίου. Μετά την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών το 2010, οι διαβουλεύσεις που έγιναν δεν οδήγησαν στο σχηματισμό βιώσιμης-συμμαχικής κυβέρνησης. Σχεδόν δύο χρόνια, η χώρα «έπεσε» στον ύφαλο της «ακυβερνησίας», για να χρησιμοποιήσουμε έναν διαδεδομένο δημοσιογραφικό όρο. Όμως, πέρα και πάνω από τις δημοσιογραφικές απλουστεύσεις, οι πολιτικοί όροι αντιστρέφονται. Τα σχεδόν δύο χρόνια «ακυβερνησίας» ισοδυναμούσαν με την συγκεκριμενοποίηση και την «εξειδίκευση» του ρόλου του κράτους. Το κράτος, επιτέλεσε καθήκοντα «ύψιστου» πολιτικού κόμματος, οργανώνοντας το πλαίσιο της εκπροσώπησης και της συνάρθρωσης συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος, αφενός μεν ρύθμισε το πεδίο οργάνωσης της κοινωνικής «ολότητας», αφετέρου δε ρύθμισε και συνάρθρωσε τα συμφέροντα του αστικού συγκροτήματος εξουσίας, με τέτοιον τρόπο που η περίφημη «ακυβερνησία» να είναι τελικά μία μορφή κρατικής οργάνωσης και «συνέχειας» δίκην πολιτικού-κυβερνητικού κόμματος.
[3] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις…ό.π, σελ. 65.
[4] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό’, Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ.372-373.
[5] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία…ό.π, σελ. 188.
[6] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις’, τόμος α’, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Φιλίνης Κώστας, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 257.

___________________
Πηγή: socialpolicy.gr

Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: Η καταστατική θέση της επιστημονικής γνώσης

σε-ποιά-κοινά-ζητήματα-δίνει-απαντήσεις-η-κοινωνική-θεωρία   Κοινωνική  Θεωρία    




Αυτές οι προφάνειες είναι απατηλές. Πρώτα-πρώτα η επιστημονική γνώση δεν καλύπτει όλη τη γνώση, ανέκαθεν ήταν υπεράριθμη, ανταγωνιστική, βρισκόταν σε σύγκρουση με μιάν διαφορετικού είδους γνώση, την οποία, για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα αποκαλέσουμε αφηγηματική {…}.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η τελευταία μπορεί να υπερισχύσει απέναντι στην πρώτη, αλλά το μοντέλο της συνδέεται με τις ιδέες της εσωτερικής ισορροπίας και της συντροφικότητας, σε σύγκριση με τις οποίες η σύγχρονη επιστημονική γνώση ωχριά, προπάντων αν πρέπει να υποστεί σε σχέση με τον «γνώστη» μιάν εξωτερίκευση και σε σχέση με τους χρήστες της μιαν αλλοτρίωση πιο ισχυρή από τις προηγούμενες.
Η συνακόλουθη αποθάρρυνση των ερευνητών και των καθηγητών είναι τόσο μεγάλη, ώστε ξέσπασε, όπως όλοι γνωρίζουμε, σε όσους προορίζονταν να ασκήσουν αυτά τα επαγγέλματα, στους φοιτητές, κατά τη δεκαετία του ’60, σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, και μπόρεσε να μειώσει αισθητά στην διάρκεια αυτής της περιόδου την απόδοση των εργαστηρίων και των πανεπιστημίων που δεν είχαν καταφέρει να γλυτώσουν από τη μόλυνσή της. Δεν μπαίνει ούτε έμπαινε ζήτημα να περιμένει κανείς να προέλθει από δω μια επανάσταση, είτε την ελπίζει είτε την φοβάται όπως συμβαίνει συχνά – η πορεία του μεταβιομηχανικού πολιτισμού δεν θα μεταβληθεί από τη μία μέρα στην άλλη.
Αλλά δεν είναι δυνατό να μη λάβουμε υπόψη μας αυτόν τον μείζονα παράγοντα, την αμφιβολία των ειδημόνων, όταν πρόκειται να εκτιμήσουμε την παρούσα και μελλοντική καταστατική θέση της επιστημονικής γνώσης. {…}

__________
Πηγή: Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, Μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Γνώση, 2008, σελ. 39-40